«Πάρ' την αιμοβορία σου, και άντε στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι, που σ' έστειλε ο Λόντος μας σε μακρυνό σεργιάνι. Να ήσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει, μα όσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ' εκείνοι. Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, έγινε παλληκάρι, κι όλος ο κόσμος τον αγαπά , του Άργους το καμάρι»
Μάρκος Βαμβακάρης, 1933
«Και να με τώρα εδώ, στον «Τάφο του Ινδού», σωριασμένος ανάσκελα, μές το Κλουβί, να κάνω τον ψόφιο κοριό. Ασάλευτος, να μην ανασαίνω, να πείθω πως τα τίναξα. Ο κόσμος στην εξέδρα να γιουχάρει άγρια και να βρίζει και να καταριέται τον Βούλγαρο, που με κοιτάει από πάνω σαστισμένος, σα να μην μπορεί κι ο ίδιος να πιστέψει πως με κέρδισε.
«ΚΑΤΣ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». To γράφουνε πια παντού, στους τοίχους, στους τηλεφωνικούς θαλάμους, στα λεωφορεία, στα παγκάκια, γαμώ το κέρατό τους. Με πονάει όταν το βλέπω. Σύμφωνοι, το στήνουμε το έργο, αλλά αυτό είναι το μυστικό μας, δεν το λέμε παραέξω. Το ξέρω εγώ που παλεύω, το ξέρεις κι εσύ που ‘ρχεσαι να με δεις. –Τι γυρεύεις να ‘βρεις τώρα ; Μην το γράφεις κιόλας, κάνε μου τη χάρη. Το βλέπει ο άλλος γραμμένο, πάει αμέσως ο νούς του στο πονηρό, «δυσφήμησις αθλήματος», που λένε.
Είδαμε και τους άλλους, τους από πάνω, τους μπαλαδόρους του Παναθηναϊκού. Εδώ έχει βουήξει ο τόπος, πως για να κάτσουνε οι Σλαύοι με τα χέρια κάτω, να φάνε τρία τέρματα, τους λάδωσε γερά ο Ασλανίδης. Τον Απρίλη έγιν’ αυτό, το ξέχασες κιόλας ; Μπήκε φουριόζος ο ψηλός ο Αντωνιάδης και με τη σέντρα πάρ’ το πρώτο. Κι άλλα δύο μετά και τέλος. Και τώρα, μεθαύριο, πάνε στο Γουέμπλεϋ, ν΄αγωνιστούνε με τον Άγιαξ, για τελικό. Μπράβο στα παλικάρια λέω ‘γώ και καλή επιτυχία, αλλά άμα είναι έτσι το πράγμα κι έχει στ' αλήθεια ξαπλώσει εξεπίτηδες ο Αστέρας για να χάσει, θέλω κάποιος να βρεθεί να γράψει στον τοίχο «ΜΠΑΛΑ= ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ».
Αλλά, βλέπεις, αυτοί είναι τ’ αστέρια, παίζουν από πάνω, στο γρασίδι και κυκλοφοράνε με τραγουδίστριες και σπουδαίες του σινεμά. Εμείς είμαστε οι παρακατιανοί, οι τζουτζέδες, παλεύουμε για να γελάει ο κόσμος, κλεισμένοι στο μπουντρούμι, κάτω από τη θύρα έξι. Βρώμα. Ζέστη. Ψήνεται το τσιμέντο όλη μέρα από τον ήλιο, έπρεπε να το βρέχουνε λιγάκι, μα ποιός νοιάζεται νομίζεις ; Ούτε Δομάζο με λένε ούτε Καμάρα ούτε Φυλακούρη.
Αντρέα με λένε, μα με φωνάζουνε «Μεφίστο». Κανονικά χωρίς σίγμα στο τέλος, αλλά οι πολλοί λένε «ο Μεφίστος». Ο προπονητής, ο Μίστερ, που με βάφτισε έτσι, λέει πως δεν θέλει σίγμα στο τέλος. Ο Μίστερ είναι γέρος τώρα, μα είναι κοσμογυρισμένος, έχουν δει πολλά τα μάτια του. Ήτανε και στην Αμερική, παλιά, με τον Τζιμ Λόντο. Ξέρω να το κάνω κι εγώ το «αεροπλανικό» του Τζιμ. Έπιασα μια φορά τον Σατάν, τον στριφογύρισα στον αέρα και μετά τον βρόντηξα χάμω, σαν το σακκί. Τέλειο αεροπλανικό. Όμως, μετά σηκώθηκε ο Σατάν, συνήλθε -τάχα μου- και με σακάτεψε. Έκανα κι εγώ πως σπαρτάραγα σαν το ψάρι, πάνω στο καναβάτσο. Έτσι τελείωνε εκείνο το έργο. Έτσι τελειώνει πάντα. Εγώ να χάνω. -Και ποιός δε μ’ έχει δείρει ; -Καρπόζηλος, Καρυστινός, ο Σάγιας ο Λιβανέζος, ο Μασκοφόρος Εκδικητής, μέχρι κι ο πιτσιρικάς ο Σουγκλάκος, μια φορά.
«-Είσαι μικρός ακόμα, μη βιάζεσαι, θα ‘ρθει κι ο καιρός σου να κερδίσεις», λέει ο Μίστερ. -Μα τι μικρός ; Εικοσιεφτά είμαι πιά, έχω παίξει δεκαπέντε επίσημους αγώνες και τους έχω χάσει όλους. Δευτεροκλασάτος ακόμα, κατάλαβες ; Για ορεκτικό μ’ έχουνε, πριν ανέβουνε στο ταπί ν’ αγωνιστούνε τα μεγάλα ονόματα. Δεν επιτρέπεται να κάνω νίκη. Κι όμως, τους πιο πολλούς από δαύτους τους έχω, το ξέρω. Και τον Ντι Μπέστια, το θηρίο, ακόμα κι αυτόν. Το νοιώθω στις λαβές, πως είμαι πιό δυνατός. Μ’ αρέσει όμως η φόρμα του Ντι Μπέστια, τίγρης, ειδική παραγγελία. Εγώ φοράω μια απλή μαύρη, για την ώρα και βλέπουμε.
Μαρμαράς είμαι, κάλφας δηλαδή, στην οδό Αναπαύσεως, στο πλάϊ της Ανάστασης, θα ξέρεις. Τα μαρμαράδικα της Αναπαύσεως έχουνε βγάλει κάμποσους καλούς παλαιστές, σαν φυτώριο, ας πούμε. Τάφους φτιάχνουμε, πλάκες και σταυρούς, να σκεπάζουμε τον κοσμάκη. Την ταφόπλακα την κουβαλάω μόνος μου, έτσι θέριεψα. Ο παπάς τους διαβάζει κι ο μαρμαράς τους στεγάζει. Κι ο παπάς κονομάει κι ο μαρμαράς κονομάει κι ο νεκροθάφτης κονομάει, όλοι από την ίδια τη δουλειά, μα μόνο του παπά το χέρι φιλάνε, που κάνει και τα πιο λίγα, στο κάτω-κάτω. Γιατί άμα δεν ήταν το κοράκι να τον βάλει τον άλλον στην κάσα, άμα δεν ήμουν εγώ να στρώσω την ταφόπλακα, θα ‘χαμε ψοφήσει όλοι από τη μπόχα κι ας διάβαζε πατερημά ο παπάς μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Δεν είδα όμως κανέναν να τολμάει να γράψει στον τοίχο «ΠΑΤΕΡΗΜΑ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». Θα τον αφορίσουνε.
Είπα του Μίστερ, βάλε με τουλάχιστο να παίξω μ’ έναν ξένο, να τον κερδίσω, αφού δε μ΄αφήνεις να κερδίσω Έλληνα. Όπως ο Λαμπράκης, που ‘χε τσακίσει τότε τον Ζιγκουλίνωφ, το αιμοβόρο τέρας από το παραπέτασμα, που έτρωγε ωμό κρέας. Του αλατιού τον έκανε ο Λαμπράκης, τυλίχτηκε μετά με την ελληνική σημαία και του ξερίζωσε του τεράτου μια τούφα απ’ τα μαλλιά και την έδωσε στην μάνα του, στην εξέδρα. Κορόμηλο το δάκρυ της γριάς, από την περηφάνεια. Τώρα, αυτός ο Ζιγκουλίνωφ, δεν ήτανε μήτε Ζιγκουλίνωφ μήτε από το παραπέτασμα, δικός μας ήταν το παλικάρι, Κερατσινιώτης, τονε ξέρω από την Αναπαύσεως. «Μωρέ δε με νοιάζει τίποτ’ άλλο, μόνο που μου ξερίζωσε τις τρίχες, ο κερατάς», γκρινιάζει, ο δόλιος.
Έχει και κάτι μυστήριους εκεί στη δουλειά, του σωματείου, όλο σούξου-μούξου, για χούντες μιλάνε και για δημοκρατίες και για ελευθερίες και τα λοιπά. Βρε, κοιτάτε εκεί το μεροκάματό σας, πού πάτε τώρα να μπλέξετε με τους μπασκίνες, να σας τραβάνε, κακομοίρηδες ; Κάνανε να με πλευρίσουνε κι εμένα κάνα-δυό φορές, «εργατάκι είσαι κι εσύ» και τέτοια, συνωμοτικά. Εγώ ρε είμαι παλαιστής, τους λέω. Και δε θα κάτσω εδώ χάμω, να βράσω στο ζουμί μου σαν κι εσάς, θα φύγω έξω, Αμερική μάλλον, που το πλερώνουν το επάγγελμα. Σαν τον Λόντο. Αλλά, δεν ξέρω πάλι, ίσως να ΄μαι και κουτός, να μην καταλαβαίνω μερικά πράματα. Για κουτούς μας έχουν πάντως, όλους τους παλαιστές. Έτσι γεννηθήκαμε άραγε ή από το ξύλο χαζέψαμε ; Αυτό που ξέρω μια φορά, επειδή δηλαδή τα ‘ζησα πιτσιρικάς, είναι ότι την πείνα μου κανείς δε μου τη χόρτασε με λόγια, μήτε δεξιός μήτε κουμμουνιστής. Και απ’ τους πολιτικάντηδες, προκοπή δεν βρήκαμε, ποτέ. Μα δεν είδα κανέναν να βγει να γράψει στον τοίχο «ΠΟΛΙΤΙΚΗ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». Κανέναν.
Εγώ μόνο να παλεύω θέλω. Γι αυτό είπα του Μίστερ, να με βάλει μ’ ‘έναν τάχα μου ξένο, να κερδίσω μια φορά κι εγώ, να πάρω τα πάνω μου. «-Εντάξει», μου είπε στο τέλος, «-αφού το θες, θα σε βάλω μ’ έναν Βούλγαρο». -Βούλγαρος, σα να λέμε από τα Πετράλωνα ; «-Όχι, κανονικός Βούλγαρος είν’ αυτός, σκαστός, δουλεύει μπογιατζής τώρα, μα είναι ψοφίμι, μη σε νοιάζει και θα τον κανονίσεις». Έτσι έγινε η δουλειά και μπήκα στο Κλουβί με τον Βούλγαρο. Μας κλειδώσανε μέσα, «μέχρι τελικής πτώσεως, ένας μόνο βγαίνει όρθιος», ο νικητής παίρνει το κλειδί, ο άλλος στο καναβάτσο, αναίσθητος.
Παραγγείλαμε και καινούργια φόρμα για την αφεντιά μου, με σχέδια κόκκινες φλόγες, πολύ φοβερή, ανάψανε κι οι προβολείς, φίσκα η εξέδρα στον κόσμο και κάμποσοι όρθιοι, να δούνε όλοι τον «Μεφίστο» να τρώει την καρδιά του Βουργάρου, να του πίνει το αίμα. Του σφυρίξανε κι αυτουνού «-παλεύεις όμορφα ένα τέταρτο και μετά πέφτεις, κοιτάχτε μη χτυπήσετε», μα δε μ’ ένοιαζε, γιατί τον είχα του χεριού μου, έτσι κι αλλιώς, τον έκοβα πως δεν έχει τα κότσια. Στο τέλος θα του έκανα και τ’ αεροπλανικό, να με θυμάται. Ίσως μάλιστα, άμα έπεφτε και γερό μπιζάρισμα, να τον ξανακοπάναγα χάμω, σαν το χταπόδι, να φχαριστηθεί πολύ ο κόσμος.
«-Αντρέα, πρόσεχέ τον λίγο αυτόν, μην του δίνεις κεφάλι», μου είπε ο Μίστερ, την ώρα που έμπαινα, εντάξει Μίστερ, μη σε νοιάζει, ξέρω εγώ. Έφαγε το ξύλο της ζωής του ο Βούλγαρος, κόμπο τον έδεσα, τον πάτησα και στο καρύδι, δε γλίτωνε ποτέ. «-Μην του δίνεις κεφάλι», ξαναφώναξε ο γέρος, θα πρέπει όμως να του ‘δωσα κεφάλι σε μια δόση, γιατί με σβέρκωσε γερά ο Βούλγαρος –πού τη βρήκε τη δύναμη ο κερατάς;- και σα να μου φάνηκε πώς άκουσα ένα «κρακ» την ώρα που με τραβολόγαγε.
Και να με τώρα εδώ, στον «Τάφο του Ινδού», σωριασμένος ανάσκελα, μές το Κλουβί, ψόφιος κοριός. Ασάλευτος, δεν ανασαίνω πιά, τα τίναξα. Ο κόσμος στην εξέδρα να γιουχάρει άγρια και να βρίζει και να καταριέται τον Βούργαρο, που με κοιτάει από πάνω σαστισμένος, σα να μην μπορεί κι ο ίδιος να πιστέψει πως με ξέκανε. Ποδοβολητά, ένα γιατρό ρε παιδιά, ανοίχτε ρε, ποιός έχει τα κλειδιά, ουρλιάζουνε. Τζάμπα. Εντάξει, όπως ήρθε η κατάσταση, δεν θα πάω στην Αμερική, δεν θα γίνω Λόντος. Τσάκισε το πράγμα, όπως κι ο σβέρκος μου. Όνειρα ίσον απάτη. Όλα σικέ. Η ζωή είναι απάτη, όλη σικέ. Θα με φυτέψουνε στην Ανάσταση, μπορεί και κάτω από μάρμαρο που εγώ έκοψα, φαντάζεσαι ; Αλλά τουλάχιστο, κανένας μα κανένας από σας δεν θα μπορεί να γράψει στον τοίχο «Μεφίστο ίσον απάτη –όλα σικέ».
Μάρκος Βαμβακάρης, 1933
«Και να με τώρα εδώ, στον «Τάφο του Ινδού», σωριασμένος ανάσκελα, μές το Κλουβί, να κάνω τον ψόφιο κοριό. Ασάλευτος, να μην ανασαίνω, να πείθω πως τα τίναξα. Ο κόσμος στην εξέδρα να γιουχάρει άγρια και να βρίζει και να καταριέται τον Βούλγαρο, που με κοιτάει από πάνω σαστισμένος, σα να μην μπορεί κι ο ίδιος να πιστέψει πως με κέρδισε.
«ΚΑΤΣ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». To γράφουνε πια παντού, στους τοίχους, στους τηλεφωνικούς θαλάμους, στα λεωφορεία, στα παγκάκια, γαμώ το κέρατό τους. Με πονάει όταν το βλέπω. Σύμφωνοι, το στήνουμε το έργο, αλλά αυτό είναι το μυστικό μας, δεν το λέμε παραέξω. Το ξέρω εγώ που παλεύω, το ξέρεις κι εσύ που ‘ρχεσαι να με δεις. –Τι γυρεύεις να ‘βρεις τώρα ; Μην το γράφεις κιόλας, κάνε μου τη χάρη. Το βλέπει ο άλλος γραμμένο, πάει αμέσως ο νούς του στο πονηρό, «δυσφήμησις αθλήματος», που λένε.
Είδαμε και τους άλλους, τους από πάνω, τους μπαλαδόρους του Παναθηναϊκού. Εδώ έχει βουήξει ο τόπος, πως για να κάτσουνε οι Σλαύοι με τα χέρια κάτω, να φάνε τρία τέρματα, τους λάδωσε γερά ο Ασλανίδης. Τον Απρίλη έγιν’ αυτό, το ξέχασες κιόλας ; Μπήκε φουριόζος ο ψηλός ο Αντωνιάδης και με τη σέντρα πάρ’ το πρώτο. Κι άλλα δύο μετά και τέλος. Και τώρα, μεθαύριο, πάνε στο Γουέμπλεϋ, ν΄αγωνιστούνε με τον Άγιαξ, για τελικό. Μπράβο στα παλικάρια λέω ‘γώ και καλή επιτυχία, αλλά άμα είναι έτσι το πράγμα κι έχει στ' αλήθεια ξαπλώσει εξεπίτηδες ο Αστέρας για να χάσει, θέλω κάποιος να βρεθεί να γράψει στον τοίχο «ΜΠΑΛΑ= ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ».
Αλλά, βλέπεις, αυτοί είναι τ’ αστέρια, παίζουν από πάνω, στο γρασίδι και κυκλοφοράνε με τραγουδίστριες και σπουδαίες του σινεμά. Εμείς είμαστε οι παρακατιανοί, οι τζουτζέδες, παλεύουμε για να γελάει ο κόσμος, κλεισμένοι στο μπουντρούμι, κάτω από τη θύρα έξι. Βρώμα. Ζέστη. Ψήνεται το τσιμέντο όλη μέρα από τον ήλιο, έπρεπε να το βρέχουνε λιγάκι, μα ποιός νοιάζεται νομίζεις ; Ούτε Δομάζο με λένε ούτε Καμάρα ούτε Φυλακούρη.
Αντρέα με λένε, μα με φωνάζουνε «Μεφίστο». Κανονικά χωρίς σίγμα στο τέλος, αλλά οι πολλοί λένε «ο Μεφίστος». Ο προπονητής, ο Μίστερ, που με βάφτισε έτσι, λέει πως δεν θέλει σίγμα στο τέλος. Ο Μίστερ είναι γέρος τώρα, μα είναι κοσμογυρισμένος, έχουν δει πολλά τα μάτια του. Ήτανε και στην Αμερική, παλιά, με τον Τζιμ Λόντο. Ξέρω να το κάνω κι εγώ το «αεροπλανικό» του Τζιμ. Έπιασα μια φορά τον Σατάν, τον στριφογύρισα στον αέρα και μετά τον βρόντηξα χάμω, σαν το σακκί. Τέλειο αεροπλανικό. Όμως, μετά σηκώθηκε ο Σατάν, συνήλθε -τάχα μου- και με σακάτεψε. Έκανα κι εγώ πως σπαρτάραγα σαν το ψάρι, πάνω στο καναβάτσο. Έτσι τελείωνε εκείνο το έργο. Έτσι τελειώνει πάντα. Εγώ να χάνω. -Και ποιός δε μ’ έχει δείρει ; -Καρπόζηλος, Καρυστινός, ο Σάγιας ο Λιβανέζος, ο Μασκοφόρος Εκδικητής, μέχρι κι ο πιτσιρικάς ο Σουγκλάκος, μια φορά.
«-Είσαι μικρός ακόμα, μη βιάζεσαι, θα ‘ρθει κι ο καιρός σου να κερδίσεις», λέει ο Μίστερ. -Μα τι μικρός ; Εικοσιεφτά είμαι πιά, έχω παίξει δεκαπέντε επίσημους αγώνες και τους έχω χάσει όλους. Δευτεροκλασάτος ακόμα, κατάλαβες ; Για ορεκτικό μ’ έχουνε, πριν ανέβουνε στο ταπί ν’ αγωνιστούνε τα μεγάλα ονόματα. Δεν επιτρέπεται να κάνω νίκη. Κι όμως, τους πιο πολλούς από δαύτους τους έχω, το ξέρω. Και τον Ντι Μπέστια, το θηρίο, ακόμα κι αυτόν. Το νοιώθω στις λαβές, πως είμαι πιό δυνατός. Μ’ αρέσει όμως η φόρμα του Ντι Μπέστια, τίγρης, ειδική παραγγελία. Εγώ φοράω μια απλή μαύρη, για την ώρα και βλέπουμε.
Μαρμαράς είμαι, κάλφας δηλαδή, στην οδό Αναπαύσεως, στο πλάϊ της Ανάστασης, θα ξέρεις. Τα μαρμαράδικα της Αναπαύσεως έχουνε βγάλει κάμποσους καλούς παλαιστές, σαν φυτώριο, ας πούμε. Τάφους φτιάχνουμε, πλάκες και σταυρούς, να σκεπάζουμε τον κοσμάκη. Την ταφόπλακα την κουβαλάω μόνος μου, έτσι θέριεψα. Ο παπάς τους διαβάζει κι ο μαρμαράς τους στεγάζει. Κι ο παπάς κονομάει κι ο μαρμαράς κονομάει κι ο νεκροθάφτης κονομάει, όλοι από την ίδια τη δουλειά, μα μόνο του παπά το χέρι φιλάνε, που κάνει και τα πιο λίγα, στο κάτω-κάτω. Γιατί άμα δεν ήταν το κοράκι να τον βάλει τον άλλον στην κάσα, άμα δεν ήμουν εγώ να στρώσω την ταφόπλακα, θα ‘χαμε ψοφήσει όλοι από τη μπόχα κι ας διάβαζε πατερημά ο παπάς μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Δεν είδα όμως κανέναν να τολμάει να γράψει στον τοίχο «ΠΑΤΕΡΗΜΑ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». Θα τον αφορίσουνε.
Είπα του Μίστερ, βάλε με τουλάχιστο να παίξω μ’ έναν ξένο, να τον κερδίσω, αφού δε μ΄αφήνεις να κερδίσω Έλληνα. Όπως ο Λαμπράκης, που ‘χε τσακίσει τότε τον Ζιγκουλίνωφ, το αιμοβόρο τέρας από το παραπέτασμα, που έτρωγε ωμό κρέας. Του αλατιού τον έκανε ο Λαμπράκης, τυλίχτηκε μετά με την ελληνική σημαία και του ξερίζωσε του τεράτου μια τούφα απ’ τα μαλλιά και την έδωσε στην μάνα του, στην εξέδρα. Κορόμηλο το δάκρυ της γριάς, από την περηφάνεια. Τώρα, αυτός ο Ζιγκουλίνωφ, δεν ήτανε μήτε Ζιγκουλίνωφ μήτε από το παραπέτασμα, δικός μας ήταν το παλικάρι, Κερατσινιώτης, τονε ξέρω από την Αναπαύσεως. «Μωρέ δε με νοιάζει τίποτ’ άλλο, μόνο που μου ξερίζωσε τις τρίχες, ο κερατάς», γκρινιάζει, ο δόλιος.
Έχει και κάτι μυστήριους εκεί στη δουλειά, του σωματείου, όλο σούξου-μούξου, για χούντες μιλάνε και για δημοκρατίες και για ελευθερίες και τα λοιπά. Βρε, κοιτάτε εκεί το μεροκάματό σας, πού πάτε τώρα να μπλέξετε με τους μπασκίνες, να σας τραβάνε, κακομοίρηδες ; Κάνανε να με πλευρίσουνε κι εμένα κάνα-δυό φορές, «εργατάκι είσαι κι εσύ» και τέτοια, συνωμοτικά. Εγώ ρε είμαι παλαιστής, τους λέω. Και δε θα κάτσω εδώ χάμω, να βράσω στο ζουμί μου σαν κι εσάς, θα φύγω έξω, Αμερική μάλλον, που το πλερώνουν το επάγγελμα. Σαν τον Λόντο. Αλλά, δεν ξέρω πάλι, ίσως να ΄μαι και κουτός, να μην καταλαβαίνω μερικά πράματα. Για κουτούς μας έχουν πάντως, όλους τους παλαιστές. Έτσι γεννηθήκαμε άραγε ή από το ξύλο χαζέψαμε ; Αυτό που ξέρω μια φορά, επειδή δηλαδή τα ‘ζησα πιτσιρικάς, είναι ότι την πείνα μου κανείς δε μου τη χόρτασε με λόγια, μήτε δεξιός μήτε κουμμουνιστής. Και απ’ τους πολιτικάντηδες, προκοπή δεν βρήκαμε, ποτέ. Μα δεν είδα κανέναν να βγει να γράψει στον τοίχο «ΠΟΛΙΤΙΚΗ = ΑΠΑΤΗ – ΟΛΑ ΣΙΚΕ». Κανέναν.
Εγώ μόνο να παλεύω θέλω. Γι αυτό είπα του Μίστερ, να με βάλει μ’ ‘έναν τάχα μου ξένο, να κερδίσω μια φορά κι εγώ, να πάρω τα πάνω μου. «-Εντάξει», μου είπε στο τέλος, «-αφού το θες, θα σε βάλω μ’ έναν Βούλγαρο». -Βούλγαρος, σα να λέμε από τα Πετράλωνα ; «-Όχι, κανονικός Βούλγαρος είν’ αυτός, σκαστός, δουλεύει μπογιατζής τώρα, μα είναι ψοφίμι, μη σε νοιάζει και θα τον κανονίσεις». Έτσι έγινε η δουλειά και μπήκα στο Κλουβί με τον Βούλγαρο. Μας κλειδώσανε μέσα, «μέχρι τελικής πτώσεως, ένας μόνο βγαίνει όρθιος», ο νικητής παίρνει το κλειδί, ο άλλος στο καναβάτσο, αναίσθητος.
Παραγγείλαμε και καινούργια φόρμα για την αφεντιά μου, με σχέδια κόκκινες φλόγες, πολύ φοβερή, ανάψανε κι οι προβολείς, φίσκα η εξέδρα στον κόσμο και κάμποσοι όρθιοι, να δούνε όλοι τον «Μεφίστο» να τρώει την καρδιά του Βουργάρου, να του πίνει το αίμα. Του σφυρίξανε κι αυτουνού «-παλεύεις όμορφα ένα τέταρτο και μετά πέφτεις, κοιτάχτε μη χτυπήσετε», μα δε μ’ ένοιαζε, γιατί τον είχα του χεριού μου, έτσι κι αλλιώς, τον έκοβα πως δεν έχει τα κότσια. Στο τέλος θα του έκανα και τ’ αεροπλανικό, να με θυμάται. Ίσως μάλιστα, άμα έπεφτε και γερό μπιζάρισμα, να τον ξανακοπάναγα χάμω, σαν το χταπόδι, να φχαριστηθεί πολύ ο κόσμος.
«-Αντρέα, πρόσεχέ τον λίγο αυτόν, μην του δίνεις κεφάλι», μου είπε ο Μίστερ, την ώρα που έμπαινα, εντάξει Μίστερ, μη σε νοιάζει, ξέρω εγώ. Έφαγε το ξύλο της ζωής του ο Βούλγαρος, κόμπο τον έδεσα, τον πάτησα και στο καρύδι, δε γλίτωνε ποτέ. «-Μην του δίνεις κεφάλι», ξαναφώναξε ο γέρος, θα πρέπει όμως να του ‘δωσα κεφάλι σε μια δόση, γιατί με σβέρκωσε γερά ο Βούλγαρος –πού τη βρήκε τη δύναμη ο κερατάς;- και σα να μου φάνηκε πώς άκουσα ένα «κρακ» την ώρα που με τραβολόγαγε.
Και να με τώρα εδώ, στον «Τάφο του Ινδού», σωριασμένος ανάσκελα, μές το Κλουβί, ψόφιος κοριός. Ασάλευτος, δεν ανασαίνω πιά, τα τίναξα. Ο κόσμος στην εξέδρα να γιουχάρει άγρια και να βρίζει και να καταριέται τον Βούργαρο, που με κοιτάει από πάνω σαστισμένος, σα να μην μπορεί κι ο ίδιος να πιστέψει πως με ξέκανε. Ποδοβολητά, ένα γιατρό ρε παιδιά, ανοίχτε ρε, ποιός έχει τα κλειδιά, ουρλιάζουνε. Τζάμπα. Εντάξει, όπως ήρθε η κατάσταση, δεν θα πάω στην Αμερική, δεν θα γίνω Λόντος. Τσάκισε το πράγμα, όπως κι ο σβέρκος μου. Όνειρα ίσον απάτη. Όλα σικέ. Η ζωή είναι απάτη, όλη σικέ. Θα με φυτέψουνε στην Ανάσταση, μπορεί και κάτω από μάρμαρο που εγώ έκοψα, φαντάζεσαι ; Αλλά τουλάχιστο, κανένας μα κανένας από σας δεν θα μπορεί να γράψει στον τοίχο «Μεφίστο ίσον απάτη –όλα σικέ».
Α Π Α Ι Χ Τ Ο Σ ......οπως παντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπο τα καλυτεροτερα!!!!!!!!!!
Εντάξει συνέταιρε, παραδίνομαι! Κρεμάω την πέννα μου. Σαν τον Κινέζο...........
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα, άμα πω πως είχα χρόνια να διαβάσω κάτι τόσο όμορφο, θα μου πουν πως πομπάρω. Δεν πα να λένε. Εμένα πολύ μου άρεσε, λέμε!
ΤΕΛΕΙΟ .
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν έχω ψυχραιμία τώρα. Έχω και κάτι καινούργια λόγια να μάθω. Αύριο θα το διαβάσω. Όχι για να σου πω αν είναι τέλειο για δεν είναι. Για να ευχαριστηθώ εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά τι έγραψες ρε θηρίο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα εντάξει ή σχεδόν εντάξει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ένας, ο χτεσινός o Eρέκτους, τα κατάφερε να πλαγιάσει (sic), άλλως σμίξει (ξανά-sic) με την αγκιστρωμένη. Υποθέτω.
Ο άλλος, σήμερα, ο Μεφίστος, μας άφησε χρόνους, Θεός σχωρέστον, τον μαύρο.
Ένας γάμος και μια κηδεία.
Αλλά κι εγώ δεν υστέρησα. Δέκα με τόνο πήρα στην έκθεση (ή μήπως χωρίς τόνο ?).
Ήθελα να 'ξερα όμως, ποιοί δύο με βαθμολογήσανε με "αγκού".
-Μεφίστο και "αγκού" ? -Κάτς και "αγκού" ? Θανατικό στο ριγκ και "αγκού" ?
Τελικά, δεν έχετε το Θεό σας.
ρε μπας και είσαι η μετενσάρκωση του Νίκου Καββαδία;
ΑπάντησηΔιαγραφήόσο για την τεχνική, ε εδώ μιλάμε για τις τεχνικές των παλιών αλχημιστών ( όχι της σαχλαμάρας του Κοέλιο)
μεγαλε εγραψες!
ΑπάντησηΔιαγραφήειχα διαβασει τελευταια κι ενα του Ερνεστ (ενας ειν' ο Ερνεστ) για ενα στημενο αγωνα μποξ και θα ελεγα οτι αυτη ειναι κατι σαν η ελληνικη του αποδοση στα '70s (καλα ποσο χρονω εισαι? λιγο μοκροτερος απο την Ακαδημια Πλατωνος ε? τη σταση εννοω, μη παιρνεις πολυ αερα)
Δεν είμαι μεγάλος, σεβάσμιε Bodhidarma, μόλις διακοσίων εξήντα έξι ετών, γεννημένος στις 2 Ιουνίου του 1743.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρα ενα μηνα και θα ησουνα στη διαγωνιο της γενεθλίας μου Πολυχρονεμενε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλα τα ετη σας και πολλα τα γραπτα σας ευχομαι.
Της προσοχης μου δεν διελαθε οτι εχετε γενεθλιον ετος συναπτον με τη Μονη της Πλατυτερας.
Οψομεθα.
Ωχ, κόλλησε καθαρευουσίτιδα κι ο Κινέζος!Σαν πολλές δε γίναμε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμβολιασθειτε οι υπολοιποι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ έχεις ανοσία από γεννησιμιού σου, ε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΦχαριστήθηκα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν τελειώσεις ή αφού τελείωσες?
ΑπάντησηΔιαγραφή7* metaxa! Ο συναγωνισμός τι κάνει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιουσάουντ, από τα προκαταρκτικά. Μην αγχώνεσαι σουέαρ δεν θα το γαμήσουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟυκ εά με καθεύδει το του Μεφίστου τρόπαιον (και του Αδαμαντίου, αν έγραφα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλα λόγια είπε αυτός ο ‘μαϊμουδιάρης’ , πατερημά = απάτη - όλα σικέ , μπάλα = απάτη - όλα σικέ , πολιτική = απάτη - όλα σικέ , και θα ΄λεγε κι άλλα ο δόλιος ( χρηματιστήριο = απάτη - όλα σικέ ), αν δεν τον τέζαρε ο συγγραφέας.
Εντάξει όμως, μας τον πρόσεξε το Μεφίστο ,και αυτή η ανατροπή στο τέλος .... .
Ήμουν πιτσιρικάς ,το θυμάμαι σαν τώρα , και το καλοκαίρι που δεν είχα σχολείο, πήγαινα κάθε πρωί στο σιδεράδικο του μπάρμπα μου ,του Μάρκου. Ο λόγος ; Μα ποιός άλλος ; Η «Αθλητική ηχώ» ,με πρωτοσέλιδα παρακαλώ και πλήρη ανάλυση των τουρνουά κάτς.
Ο Ντι Μπέστια ήταν Ο ‘κακός’ ,τον στρίμωχναν οι ‘καλοί’ αλλά αυτός πάντα, με ‘βρώμικα’ εννοείται κόλπα έβγαινε νικητής .Το αντίπαλο δέος ήταν ο Παπαλαζάρου , νικούσαν όλους τους αντιπάλους , αλλά η κληρωτίδα δεν τους έβγαζε ποτέ αντιπάλους , και δώστου πρόκληση από άλλο αντίπαλο και ποτέ δε παλεύανε μαζί , με αυτά και με αυτά ξεκίνησε το σχολείο και ποτέ δεν έμαθα αν έγινε ο αγώνας Ντι Μπέστια - Παπαλαζάρου και ποιός κέρδισε.