Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Iουγούρθας εύστοχος

Ήτανε κάτι παιδιά στο δημοτικό, παχύσαρκα κι ατσούμπαλα, χοντροκωλαράδες ολκής και κουραδομηχανές βιομηχανικής παραγωγής, μονίμως μπουκωμένα με γαριδάκια από το κυλικείο και σάντουιτς από το σπίτι. Μόνο φαϊ και σκατό ήτανε κι από κίνηση μηδέν. Η ζωή είναι σκληρή και τα παιδιά σκληρότερα. Λοιπόν, αυτούς τους χοντρούληδες, δεν τους έπαιζε κανένα άλλο μούλικο στο διάλειμμα. Άντε, να τους κάναμε καμιά τράκα στα γαριδάκια τους. -Σε τί παιχνίδι να τους παίξεις, δηλαδή ; Στη μακρυά γαϊδούρα, έτσι και σκάσει το βουβάλι στη ράχη σου, θα σου κάνει τη σπονδυλική στήλη θρύψαλα. Στο κυνηγητό, άσε καλύτερα, μη σε πατήσει κιόλας και σου λιανίσει το μετατάρσιο. -Στη μπάλα ; -Καλά, εδώ γελάμε. -Τι μπάλα να παίξει ο ελέφας του Αννίβα ; Μόνο τους πιό καλόβολους απ’ αυτούς, τους βάζαμε καμιά φορά να υποδύονται το δοκάρι. Κι άμα ήσαντε και φιλότιμοι και τηρούσαν τη στατικότητα καταπώς έπρεπε, τότε τρώγανε οι φουκαράδες και καμμιά μπαλιά στ’ αρχίδια κι έσκουζαν σαν τα μοσχάρια στη σφαγή. Είναι δύσκολος ο ρόλος του δοκαριού, μα και άχαρος. Κι επίπονος, σε κάποια δόση.
Από την άλλη, ήτανε στο σχολείο και κάνα-δυό πιτσιρικάδες, με τη μπάλα τυπωμένη στο Dna τους. Παιχταράδες, αλάνια πρώτης. Τους βλέπαμε -εμείς οι υπόλοιποι του μέσου όρου- μες το «γήπεδο» και τους χαζεύαμε. Δεν παιζόντουσαν τα παιδάκια, όσο και να προσπαθούσαμε να τους χαλάσουμε το παιχνίδι τους. Αρπάζανε τη μπάλα από κάτω, μας περνούσαν όλους στη σειρά και μας το κάρφωναν το μπαλάκι, εν ψυχρώ. Έφτυναν μετά και μια ξεγυρισμένη ροχάλα στο χώμα, για επικύρωση του τέρματος, όλο μαγκιά, όπως είχαν δει να κάνουν οι μεγάλοι παίκται, που λέει και ο Αλέφας. Έτσι είν’ αυτά τα πράγματα, έμφυτα. Μόνο τα φυσικά ταλέντα προχωράνε. Και μην ακούς μαλακίες, που λένε για «καλή εξωγηπεδική ζωή» και τέτοια. -Τι σημαίνει δηλαδή εξωγηπεδική ζωή ; Εσωγηπεδική είναι μόνο ενενήντα λεπτά αγώνα τη βδομάδα και κάποιες ώρες προπονήσης. Όλη η υπόλοιπη είναι εξωγηπεδική κι άμα δεν τη ζήσει ο παίχτης στην ώρα της, αντίο. Γι αυτό, όλοι οι μεγάλοι παιχταράδες της ιστορίας, ήτανε ταυτόχρονα και γλεντζέδες περιωπής. Όλοι τους. Κι αν εξαιρέσεις δυό-τρεις που το παρακάνανε στο ρούφα-σνίφα, αλά Ντιέγκο και Τζωρτζ Μπεστ, ας πούμε, όλοι οι άλλοι και καρριέρες ολοκληρώσανε, μα και ξεσκιστήκανε και στις καταχρήσεις και γενικώς.
Τέτοιος παιχταράς ήταν από μικρός κι ο Απόστολος. Ταλεντάρα. Και Παίδων είχε παίξει, καθώς κι Ελπίδων ένα φεγγάρι. «Ιουγούρθα» τον φωνάζανε, επειδή ήταν πολύ δυνατός στις μονομαχίες και αγριωπός στη μούρη. Βέβαια, ο Ιουγούρθας ούτε μονομάχος ήτανε ούτε και σκυλομούρης, αλλά το όνομα είχε κάτι το μπρουτάλ και του πήγαινε του Απόστολου. Επιτελικός χαφ ξεκίνησε, μετά κάποιος άσχετος κόουτς τον γύρισε πιο πίσω και από τότε κάπως σα να έπεσε ο Ιουγούρθας. Έχασε το σπίρτο που είχε κάποτε. Όμως, αυτή τη μοναδική ικανότητα στα πέναλτυς δεν την έχασε ποτέ του ο Αποστολάρας. -Ποιός Πλατινής τώρα και ποιός μάϊμος Ροναλντίνιος ? Τον είδαμε και τον Πλατινή, όταν χρειάστηκε να το βάλει, πού το έστειλε. Ενώ ο Απόστολος, γκαραντί. Δέκα πεναλτάκια να χτύπαγε, έντεκα θα έστελνε στο δίχτυ. Εκατό να βάραγε, εκατόν ένα μέσα. Και δεν έπαιρνε ούτε καν φόρα ο κερατάς, σαν τον κομμουνιστή τον Μπράϊτνερ τα εκτελούσε. Όλα μέσα, αφύσικο πράγμα, σου λέω.

Εγώ πιστεύω ότι κανονικά θα έπρεπε να παίζει σε ομάδες πρωταθλητισμού ο Απόστολος, αλλά η τύχη το έφερε έτσι ώστε ν’ αγωνίζεται μεν στην άλφα κατηγορία, αλλά με δευτεροκλασάτη φανέλα. Μέτριο συμβόλαιο και ο Πρόεδρος μεγάλος καργιόλης, μπαμπέσης και ρίχτης στα λεφτά. Το κοντράτο έλεγε ότι ο Απόστολος δικαιούται γκαρσονιέρα σε περιοχή της επιλογής του, μα τον είχανε ρίξει σε ένα δυάρι στο Ίλιον, μαζί με άλλους τρείς συμπαίχτες, για παρέα. Ευτυχώς που δεν ήταν μαύροι. Αμάξι του είχανε υποσχεθεί, ποτέ του δεν το πήρε. Κάτι πριμ από πέρυσι, όσο τα είδες εσύ, τόσο τα είδε κι ο Απόστολος. Μια μέρα, ο Απόστολος τα πήρε και γύρεψε το λόγο από τον Πρόεδρο. Έγινε χαμός μεγάλος μες τ’ αποδυτήρια και από τότε, εκτός από τα μπινελίκια και τις απειλές που άκουσε, ο Ιουγούρθας δεν ματάδε δεκαοχτάδα. "-Κόφτο το τσογλάνι", είπε ο Πρόεδρας στον κόουτς και τέρμα ο Ιουγούρθας. Εξέδρα κι άγιος ο Θεός. Σε δυσμένεια, που λένε. Κι ούτε τον αφήνανε να φύγει από την ομάδα, αν δεν έφερνε προσφορά κάτι παλαβά λεφτά που γυρεύανε. –Πώς να φέρει προσφορά όμως, αφού δεν τον έβλεπε κανείς να παίζει ? Προσφορά για τον παροπλισμένο, δύσκολο να γίνει και μάλιστα τόσα λεφτά. Έτσι, ο Ιουγούρθας είχε πέσει στο μαγγανοπήγαδο κι ούτε ήξερε πώς να βγει. Ίσα που σκεφτότανε πια να την κόψει τη μπάλα, να τελειώνει, να ησυχάσει μια και καλή με όλα δαύτα.
Τώρα, έλαχε ο Πρόεδρος να έχει μεγάλη ανάγκη και κόψιμο. Μάϊο μήνα, τελευταία αγωνιστική και να χρειάζεται νίκη και μόνο νίκη. Και με ισοπαλία έπεφτε, με ήττα δε συζητάμε καν. Ο αντίπαλος δεν ξάπλωνε να χάσει κι έτσι το βάρος έπεσε στο κοράκι, να κάνει ομορφιές, να σωθεί η ομάς. Εντάξει, τα κανόνισε ο Πρόεδρας, "θα σφυρίξει καλά το παιδί, μόνο να βουτάτε στην περιοχή, να πάρουμε γρήγορα το πεναλτάκι", είπε στον κόουτς. "Α, και πού 'σαι, ξεκίνα με τον Ιουγούρθα". Μα αυτός έχει να παίξει δεν ξέρω από πότε, πήγε να διαμαρτυρηθεί ο κόουτς, αλλά τ΄άκουσε για τα καλά. "-Δεν τονε θέλω για να παίξει ρε χαμένε, για να βαρέσει το πεναλτάκι τονε θέλω. Άει στα τσακίδια από δω χάμω". Είχε δίκιο ο Πρόεδρας, μόνο ο Ιουγούρθας είχε τα νεύρα να χτυπήσει τέτοιο πέναλτυ. Οι άλλοι ήτανε χέστες και θα γινόταν μεγάλη ζημιά.
Η ιδέα του καρφώθηκε του Αποστόλη τη στιγμή που του ανακοινώθηκε ότι παίζει βασικός, την προπαραμονή του αγώνα. Όταν πιά άκουσε και τον κόουτς να δίνει τη ρητή εντολή "αν δοθεί πέναλτυ, το χτυπάει ο Ιουγούρθας, μη δώ άλλον να ζυγώνει τη μπάλα", ε, εκεί πιά μπήκε για τα καλά στο πνεύμα. -Ωστε "αν δοθεί", ε; Λαμόγια, θα σας φτιάξω εγώ, σκέφτηκε ο Απόστολος κι αποφάσισε να είναι εκείνος που θα στείλει τον Πρόεδρα στη βου κατηγορία, ν' αναπολεί τις παλιές δόξες.
Έφτασε η Κυριακή, ξεκίνησε και το ματσάκι, αλλά το πράγμα πήρε δραματική τροπή, καθόσον οι αντίπαλοι παίζανε σα σκύλοι. Και το χειρότερο, οι δικοί μας δεν μπορούσαν όχι να τρυπώσουν, μα μήτε να ζυγώσουν στην περιοχή. Εύκολα τους κόβανε όλες τις μπαλιές, απ' έξω. Τί βουτιά να κάνεις και τί πέναλτυ να διεκδικήσεις ; Κι η ώρα πέρναγε. Ο διαιτητής έτοιμος ήταν να το κάνει το έγκλημα , αυτό βρωμούσε από χιλιόμετρο, αλλά δεν γινότανε να καταντήσει και Παπουτσέλης. Είπαμε, να το δώσει, αλλά να είναι μέσα τουλάχιστον. Άντε, πάνω στη γραμμή, ρε αδελφέ. Όχι απόξω. Έχουμε κι ένα σήμα FIFA στο στέρνο. Τέλος πάντων, φτάσαμε στο 93΄, για να φιλοτιμηθεί ο Αργεντίνος ο εξτρέμ, που πήραμε δανεικό το χειμώνα, να κάνει ένα ωραίο μπάσιμο στην περιοχή. Προσεκτικά τον μάρκαρε ο αντίπαλος, την είχε μυριστεί βλέπεις τη δουλειά, αλλά ο λατίνος τσάκισε τη μέση του λες κι έφαγε τσεκουριά από Καναδό ξυλοκόπο και σωριάστηκε στο χορτάρι, να χτυπιέται σαν επιληπτικός. Ο διαιτητής μόνο που δεν κατάπιε το στραγάλι της σφυρίχτρας, από την πρεμούρα του. Αδιστάκτως το έδωσε. Ένα κουβάρι ολοι κι ο Ιουγούρθας πάνω στη μπάλα.
Είχε έρθει η ώρα του. Γυρίζει το κεφάλι και κοιτάει προς την επισήμων. Εκεί κάπου είναι ο Πρόεδρας, τον φαντάζεται να παρακολουθεί, σαν την κόμπρα. "Τώρα θα σε φτιάξω εγώ μπάρμπα", μουρμουράει ο Aπόστολος. Στήνει τη μπάλα στη βούλα και χωρίς να πάρει φόρα πλασάρει αποφασιστικά με το δεξί, σημαδεύοντας καλά, έτσι ώστε να στείλει τη μπάλα ακριβώς τρία μέτρα έξω από το αριστερό δοκάρι της εστίας. Καλύτερο υπολογισμό της γωνίας του πλασέ, ούτε ο Ευκλείδης θα μπορούσε να έχει κάνει. Αλλά ο Ευκλείδης δεν έπαιζε μπάλα ούτε κι έμπαζε στις μετρήσεις του αστάθμητους παράγοντες.
α ‘ταν ο αναπτήρας, όχι o γνωστός του Usound, αλλά κανενός χουβαρντά και σκορποχέρη φιλάθλου, σφηνωμένος από παλιά στο χορτάρι ? Να ‘ταν καμμιά λακουβίτσα, κάνα συμπαγές γρομπαλάκι χωμάτινο, καμμιά ατίθαση ρίζα μέσα στο γκαζόν ? Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, ούτε καν ο γεωπόνος του γηπέδου. Πάντως, ό,τι διάολο και να ‘ταν, έφτασε για να τσακίσει στα δύο την ιδανική γραμμή της μελετημένης μπαλιάς και να της αλλάξει αμετάκλητα και δραματικά την πορεία. Στο ριπλέϊ σλόου μόσιον, αν προσέξεις, φαίνεται ξεκάθαρα. Άσε το μαλάκα τον σπορτκάστερ, να λέει «εκπληκτικό φάλτσο». Τόσα ξέρει, τόσα λέει. Δεν υπάρχει κανένα φάλτσο. Η μπάλα κινείται σε γραμμή τεθλασμένη, που λένε. Πρώτα φεύγει λοξά αριστερά, όπως δηλαδή είχε υπολογίσει ο Απόστολος. Αλλά μετά, στη μέση της πορείας της, σπάει δεξιά και τραβάει κατά το κέντρο του τέρματος. Ο πορτιέρο γίνεται χαζός, καθώς, ενώ ο δόλιος έχει συλλάβει την αρχική κίνηση κι έχει πέσει σωστά προς τη δεξιά του γωνία, τελικά ρουφάει το μπαλάκι ψηλά και ακριβώς στο κέντρο της εστίας του. Και τώρα είναι ξαπλωμένος στο γρασίδι και χτυπιέται σαν το ψάρι, ο καψερός.
Ο Απόστολος, αποσβολωμένος, νοιώθει σαν μέγγενη τις αγκαλιές των συμπαικτών του. Ταυτόχρονα, το κοράκι δείχνει σέντρα και στο καπάκι σφυράει και τη λήξη, μη γίνει καμμιά στραβή και τρέχουμε. Μπουκάρουν πολλοί στο τερέν, μπουκάρει κι ο Πρόεδρος. Ζυγώνει τον Απόστολο, του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο, "Ιουγούρθα μου, παιχταρά μου, το 'ξερα τί γίγας είσαι".
Ο Απόστολος ξαναζυγιάζει ψύχραιμα τα δεδομένα. Στο κάτω-κάτω, δεν έχει χάσει ποτέ του πέναλτυ : "-Πρόεδρε, μ' εκείνο το αμαξάκι που λέγαμε παλιά, τί θα γίνει τελικά ;"

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Πρωϊνάδικο


Στ' αριστερά μια σκακιέρα 8χ8. Τραβάμε μια ευθεία οριζόντια γραμμή που κόβει τη σκακιέρα σε δύο άνισα παραλληλόγραμμα. Ένα 8χ3 πάνω κι ένα 5χ8 κάτω. Στο πάνω παραλληλόγραμμο φέρνουμε τη διαγώνιο και το χωρίζουμε σε δυο ίσα τρίγωνα. Στο κάτω φέρνουμε ευθεία γραμμή και το χωρίζουμε σε δυο ίσα τραπέζια. Ανακατανέμουμε τα 4 σχήματα κατά τον τρόπο που φαίνεται στη δεξιά εικόνα. Σχηματίστηκε ένα παραλληλόγραμμο 13χ5. Άρα 64(το αρχικό εμβαδό του τετραγώνου στ' αριστερά)= 65 (το τελικό του παραλληλογράμμου δεξιά)!!!!!!!!

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

O Ξερόλας κι η φιλόλογος



«Η προβλήτα του λιμανιού δεν απείχε πολύ πλέον. Το ζήτημα δεν ήταν να προλάβουν απλά το πλοίο. Έπρεπε προηγούμενα να περάσουν και από το εκδοτήριο εισιτηρίων. Πιθανά και να καθυστερούσαν εκεί, οπότε ο κίνδυνος να μη προλάβουν να επιβιβαστούν ήταν ante portas.
Tελικά, ήταν λάθος επιλογή να ταξιδέψουν με αυτό το βαπόρι. Η ώρα αναχώρησης του δεν βόλευε. Εν πάσει περιπτώσει το κακό είχε γίνει και ουδεμία περίπτωση δεν υπήρχε πια να αλλάξουν επιλογή. Η το προλάβαιναν η αντίο διακοπές.
Η συναδέλφισσα στο γραφείο ήταν προφανώς εκνευρισμένη. Το έδειχναν ο τρόπος ομιλίας της καθώς και οι κινήσεις της. Είχε δίκιο, όταν επέμενε πώς η ώρα αναχώρησης ήταν πολύ κοντά στη λήξη του ωραρίου. Σαν διοργανώτρια της εκδρομής είχε κουραστεί πολύ με τον συντονισμό των λεπτομερειών. Και θα ήταν κρίμα να πήγαινε χαμένος ο κόπος της εξαιτίας αυτής της ανοησίας.
Σπρώχνωντας τους προπορευόμενους και τραβόντας με κόπο τις αποσκευές κατευθύνθηκαν βιαστικά στα εκδοτήρια………….»
Το ανωτέρω αποτελεί απόσπασμα σχολικής έκθεσης. Η φιλόλογος σημείωσε με κόκκινο 15 λάθη. Ο γονιός ξερόλας διαμαρτυρήθηκε , νομίζοντας πως η καθηγήτρια υπερέβαλε ή πως ήταν άσχετη. Εγώ παίρνω θέση υπέρ της φιλολόγου.. Εσείς?

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Μάγκες, Νταήδες, Τραμπούκοι, Κουτσαβάκηδες

Του swearengen
Δευτέρα, 9 Ιουνίου 2008
20:52
Την επόμενη φορά που κάποιος θα σας ρωτήσει προκλητικά "Είσαι μάγκας ρε ?", μην βιαστείτε να απαντήσετε καταφατικά. Ψέμματα θα πείτε. Μάγκες ή μαγκίες ήταν τα τάγματα αρματωλών και κλεφτών, πριν την επανάσταση. Μαγκιώρος ήταν ο "κάπος" (αρχηγός) ενός τέτοιου τάγματος. Μετά την Επανάσταση, οι "μαγκίες" ήταν οι μικρές συμμορίες που ζούσαν στην ημιπαρανομία. Τώρα, αν μετά ταύτα, επιμένετε να θεωρείτε εαυτόν "μάγκα", προφανώς πλανάσθε.
Eπίσης, μην κορδώνεστε αν κάποιος σας αποκαλέσει "Μόρτη", εκτός φυσικά κι αν είστε νεκροθάφτης : Την εποχή του Κριμαϊκού πολέμου (1854-1857) ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Αθήνα. Κάποιοι από τους περιθωριακούς τύπους της εποχής έγιναν -εκ των περιστάσεων- νεκροθάφτες, καθώς ο αριθμός των νεκρών είχε αυξηθεί δραματικά (πέθαναν στην επιδημία περίπου 3000 άτομα από τους 30000 κατοίκους που είχε τότε η Αθήνα).Εξ ού και ο λαός τους αποκάλεσε "μόρτηδες" από τη γαλλική λέξη mort, που σημαίνει νεκρός.
Αν τώρα, ο μικρός ανηψιός σας, τύχει να σας αποκαλέσει "Νταή", μην τον παρεξηγήσετε. Δίκιο θα έχει : Η λέξη «Dayi» (το ψηφίο “y” δεν προφέρεται) σημαίνει στην τουρκική γλώσσα «θείος», μπάρμπας. Διασταλτικά βέβαια, η έννοια περιλάβει και τον «προστάτη», τον «υπερασπιστή» του ανυπεράσπιστου -στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες- θηλυκού. Από αυτή την έννοια, ξεκίνησε και η λέξη kabadayi, που κατ’ αρχήν σημαίνει «μεγάλος αδελφός» (μόνη η λέξη "kaba" σημαίνει αγενής, άξεστος, τραχύς). Καπανταήδες ονομάζονται και οι «αρχηγοί» τοπικών συμμοριών που ελέγχουν μία συνοικία αλλά και φροντίζουν για την απονομή «δικαίου» κατά την δική τους φυσικά άποψη.Οι απανταχού τραμπούκοι (το είδος ευδοκιμεί και στα blogs/forum), θα πρέπει να γνωρίζουν τα εξής : Το "ευγενές" είδος εμφανίστηκε κατά το έτος 1862. Επρόκειτο περί μπράβων των πολιτικάντηδων. Περιθωριακοί τύποι που χρησιμοποιούνταν κατά τον προεκλογικό αγώνα διαφόρων υποψηφίων, ασκώντας εκβιασμούς, απειλές και τρομοκρατία σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων. Επειδή τα καφενεία στου Ψυρρή έσφυζαν από αυτούς τους περιθωριακούς τύπους, οι πολιτικοί άρχοντες αναζητούσαν ανάμεσά τους, εκείνους που θα τους στήριζαν στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Όσοι προσλαμβάνονταν, εκτός από την χρηματική αμοιβή που εισέπρατταν, απολάμβαναν κερασμένους τους καφέδες τους, αλλά και τα κουβανέζικα πούρα τύπου "Trabucos", που μοίραζαν οι πολιτικοί άρχοντες προκειμένου να κερδίσουν την υποστήριξη όσων αποβρασμάτων είχαν βροντερή φωνή. Από κεί πήραν και τ' όνομά τους. Τα υπόλοιπα ρεμάλια, παρέμεναν άνεργα, αφού "δεν έκαναν ούτε για ζήτω" (από εκεί προέρχεται η σχετική ρήση).Για το τέλος αφήσαμε τους Κουτσαβάκηδες : Αυτοί ήσαν ταραχοποιά στοιχεία, που σύχναζαν στα καφενεία του Ψυρρή. Ήταν τύποι με μακριές μουστάκες,αφόρετο το ένα μανίκι του σακακιού τους και μυτερά παπούτσια και σε διαρκή επιζήτηση της παρεξήγησης και του καβγά. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο λόγος που είχαν αφόρετο το μανίκι του σακακιού τους ήταν για να προλάβουν, σε περίπτωση επίθεσης από μέλος άλλης συμμορίας, να τυλίξουν το χέρι τους και να το προτάξουν για να προστατευτούν από το μαχαίρωμα, αφού τα αλληλομαχαιρώματα ήταν σύνηθες φαινόμενο. Η "Ακρόπολις" αναφέρει πως ονομάστηκαν "κουτσαβάκηδες" επειδή υποδύονταν ότι κούτσαιναν, εξ αιτίας δήθεν τραύματος που υπέστησαν σε συμπλοκή με την αστυνομία. Αλλη εκδοχή, σύμφωνα με το "Σκρίπ", είναι πως το όνομα το πήραν από έναν Πειραιώτη, τον Δημήτρη Κουτσαβάκη, έναν εριστικό δεκανέα του ιππικού (για να πάρετε μία ιδέα, φανταστείτε τον σημερινό Usound, αλλά με μουστάκια, στολή και άλογο !). Όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, ως αστυνομικός διευθυντής στου Ψυρρή, ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης έκανε σημαντικές εκκαθαρίσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα να απαλλάξει την Αθήνα από τους κουτσαβάκηδες. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό - θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ' τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν, δηλαδή τα σύμβολα της ιδιότητάς τους.


Όχι, δεν είναι ο Φιντέλ, είναι ο φόβος και τρόμος των Κουτσαβάκηδων, Δημήτριος Μπαϊρακτάρης !




Μάρκος Βαμβακάρης : "Αντιλαλούν οι φυλακές" - Ηχογράφηση του 1936


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ηδονηδόν


Αλγηδών. Δυσάρεστο πράμα. Σου χαλάει τη διάθεση, δε σ’ αφήνει να συγκεντρωθείς, σε εκνευρίζει, σε αποσπά, σε κάνει χάλια.
Η αλγηδών και η κοτυληδών είναι διαφορετικές έννοιες. Είναι σα να μπερδεύεις την πούτσα με τη βούρτσα. Το μεν πρώτο αφορά σε μία απ’ τις αισθήσεις το δε δεύτερο καμία σχέση.
Ούτε με το «οκλαδόν» έχει συνάφεια η αλγηδών. Κατ’ αρχήν, το οκλαδόν είναι επίρρημα. Κατά δεύτερο λόγο ,παραπέμπει σε μια νιρβάνεια θεώρηση της ζωής. Γι’ αυτό κι ο Βούδας καθόταν οκλαδόν.
Αλλά και το «αναφανδόν» δεν ταιριάζει. Το αναφανδόν είναι φανερό πράμα, κάνει μπαμ. Το βλέπουν και το αισθάνονται όλοι. Δεν διαβιοί κατά μόνας.
Το «βαθμηδόν» συγγενεύει κατά τι. Με την έννοια της προοδευτικής έντασης της αλγηδόνος.
Κι ο Λαιστρυγών άσχετος. Αυτός ήταν αρσενικός.
Ο Αρμαγεδών κάπου κολλάει. Ο χρηματιστηριακός, όμως. Τσούζει ο μπαγάσας!
Ο Γεδεών ήταν ούφο. Δεν ταιριάζει.
Το εμβαδόν είναι μετρήσιμο μέγεθος. Άρα δεν μας κάνει.
Κάποιοι, ίσως, θα προτείνουν ως συνώνυμο το καυληδόν. Δεν θα έχουν και πολύ άδικο.
Αν ζούσε ο Επίκουρος, όμως, θα διαφωνούσε. Το «καυληδόν» έκανε πάρτυ στον Κήπο του, ενώ η αλγηδών ήταν ξορκισμένη.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Ο Πισινοπέφτουλας


Η σαγιονάρα χτυπούσε τη σκασμένη φτέρνα με θόρυβο. Ο σωματώδης μεσήλικας κατευθυνόταν με αγέρωχο ύφος στις ξαπλώστρες της πισίνας. Πετσέτα λουλουδάτη, αεράτα ριγμένη στον δεξί ώμο. Γυαλιά σκούρα, τεράστια σα φανάρια διώροφου πούλμαν. Ρολόι υποβρύχιων καταδύσεων. Κοιλιακοί κυρτωμένοι προς τα έξω με εμφανή δυσκολία να συγκρατήσουν το αποθηκευμένο περιεχόμενο . Μπανιερό παρδαλό, τρίχα αρκουδίσια, κεφαλή ημιϋπαίθριος.
Έστρωσε με χάρη την πρώτη άδεια ξαπλώστρα και έλαβε θέση βολής. Για παραλλαγή είχε κι ένα μυθιστόρημα του Καζαντζάκη πρόχειρο. Το βιβλίο χρησίμευε ως συμπληρωματική των γυαλιών κρυψώνα των αδηφάγων οφθαλμών του.
Σκάναρε με πλάγια όραση τον πέριξ της υδατοδεξαμενής χώρο με βήματα χιλιοστού. Σε απόσταση μέτρου μια πεντάχρονη έβγαζε τσιρίδες οργής. Η όρκα μάνα της αρνιόταν την αγορά κόκα κόλας επικαλούμενη τη συχνή κατανάλωση του αναψυκτικού υπό του κορασίου. Ήταν η ίδια που προ δύο ωρών στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου είχε εφοδιάσει με ένα τόνο καύσιμα το ενεργοβόρο κορμί της. Δέκα κρουασανάκια, δυό σάντουϊτς με μορταδέλα και διπλό τυρί, τέσσερα κομμάτια κέϊκ, τα δύο σοκολατούχα, πέντε ποτηράκια πορτοκαλίζοντος ύδατος, δυό βυσσινάδες και άπειρο αριθμό εμβεβρεγμένων σε κούπες καφέ αρτοσκευασμάτων.
Επόμενη στάση του εμβίου γυροσκοπίου ,σάψαλο απροσδιορίστου ηλικίας. Χρώμα δέρματος σκούρο κουραδί. Προφανώς η γραία ήθελε να είναι ασορτί με τον χουν που συντόμως θα την εσκέπαζε.
Παραδίπλα, όμως, σε ύπτια θέση ανεπαύετο ενδιαφέρουσα περίπτωση. Η καμπυλότητα των γλουτών έδενε αρμονικά με την ευθύτητα των ευειδών μηρών. Εκείνο όμως που του προξένησε εντύπωση ήταν το παραπλεύρως ευρισκόμενο αναπηρικό αμαξίδιο. Όταν δε παρατήρησε και το ζεύγος βακτηριών με κεφαλή σε σχήμα Τ ,ντράπηκε για λογαριασμό του.
Παρά ταύτα ήταν ακόμη νωρίς να διακόψει την έρευνά του. Η ώρα της μαζικής προσέλευσης δεν είχε φθάσει .
Απορροφημένος από την παρατήρηση χώρου και παρευρισκομένων δεν αντελήφθη έγκαιρα την εγκατάσταση στα εξ ευωνύμων του ωρίμου ευσταλούς θήλεος. Η νεοφερμένη τα είχε τα χιλιόμετρά της βεβαίως πλην ,όμως, ήταν εμφανώς καλοσυντηρημένη. Στρωμένος κινητήρας, ατρακάριστο αμάξωμα, άφθαρτα ελαστικά.
Με το γνωστό πρόσχημα της ανευρέσεως φωτιάς της απηύθυνε τον λόγο. Ουδεμία απόκριση. Ούτε καν ελαφρά στροφή της κεφαλής. Επανέλαβε δυνατότερα το αίτημα αλλά επί ματαίω.
Αποφάσισε να αποχωρήσει. Σήμερα δεν ήταν η μέρα του. Μάζευε την πετσετούλα του ,όταν άκουσε τη φωνή πίσω του.
-Έχετε ώρα?
Έστρεψε περιχαρής. Η λάγνα αντίκα τον κοιτούσε κατάματα μ’ ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις. Κοίταξε το ρολόϊ του .
-12. Ακριβώς.
-Δεν σας άκουσα. Μου την ξαναλέτε?
Τότε πρόσεξε πως ταυτόχρονα έφερε και το χέρι στο αριστερό της αυτί κατευθύνοντας το πτερύγιο προς το μέρος του.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Ο Πέφτουλας


Ο πέφτουλας χαρακτηρίζεται από την ακόρεστη επιθυμία για κόρτε. Βεβαίως, το κόρτε δεν είναι κακό πράμα. Αρκεί να έχει συγκεκριμένο στόχο και διακριτικό στυλ. Ο πέφτουλας ή καμακιάρης ή κορτάκιας ή σαλιάρης ή χυλόπιτας αποτελεί ειδική περίπτωση. Θεάται σε πολυσύχναστους χώρους, κυρίως. Καφέ, γυμναστήρια, πλατείες ,μετρό, σούπερ μάρκετ, μπαράκια. Γι αυτό και διακρίνεται σε κατηγορίες.
1. Ο Φρεντοπέφτουλας. Αυτός απαντάται σε κυριλέ καφενέδες. Είθισται να αναγιγνώσκει τον ημερήσιο τύπο για να προσδίδει ένα κύρος στην όλη παρουσία του. Συνήθεις στόχοι του είναι μοναχικές κυρίες ή κυρίες εν αναμονή της παρέας τους. Με το που εντοπίσει το θύμα το καρφώνει κατάματα. Φυσικόν είναι κάποια στιγμή τα βλέμματα θύτη και θύματος να διασταυρωθούν τυχαία. Αυτό ο πέφτουλας το θεωρεί ένδειξη ενδιαφέροντος και αναθαρρεί. Παίρνει άνετη στάση, ανάβει τσιγάρο με μάγκικο τρόπο και συνεχίζει την οφθαλμοπολιορκία. Συνήθης κατάληξη είναι η προσέλευση του συνοδού του θύματος οπότε κι ο πέφτουλας παραιτείται.
2.Ο Μασαζοπέφτουλας. Πελάτης κέντρων εκγύμνασης, χειρομαλάξεων και αχνιστού ύδατος. Αυτός, βεβαίως, ουδέν ενδιαφέρον έχει για τη βελτίωση της φυσικής του κατάστασης. Σκοπός του είναι η γνωριμία μετά κυριών που συχνάζουν σε παρόμοιους χώρους. Κολυμπά σα θαλάσσια χελώνα στη διαθέσιμη πισίνα και μετά από δυό,τρία πάνω- κάτω ανέρχεται θριαμβευτικά και κορδωμένος από την πλαϊνή σκαλίτσα. Ουδέποτε διανοείται να αναδυθεί απ’ ευθείας, κάμπτοντας τους αγκώνες και εκτινασσόμενος στο υγρό πλακόστρωτο. Ο κίνδυνος να επιστρέψει άπραγος εκ νέου στο υγρό στοιχείο ή να γκρεμοτσακιστεί θορυβωδώς είναι μέγας. Ως εκ τούτου προτιμά πάντα τη λύση της ασφαλούς ανόδου.
3. Ο Ξιδοπέφτουλας. Θαμώνας ποτάδικων, όπου δραστηριοποιούνται αλλοδαπές κυρίως ανακουφίστρες. Ο τύπος αυτός προσπαθεί με επανειλημμένα κεράσματα να κατακτήσει την καρδιά της λεγάμενης, η οποία βεβαίως προτιμά την βότκα για να μη διακρίνεται από το καθαρό νεράκι. Ο ξίδουλας προσδοκά στην ανταπόκριση της «ρουφήχτρας», η οποία του υπόσχεται συνάντηση κατ’ ιδίαν και του δίνει τον αριθμό του κινητού της. Την επομένη ο μάλαξ καλεί μετά μανίας πλην όμως επί ματαίω. Εάν είναι και χοντρομαλάκας, επισκέπτεται το ίδιο ποτείο για να κλαφτεί στην άπιστη. Εισπράττει μια δικαιολογία, πληρώνει καμμιά δεκαριά ποτά ακόμη και συνεχίζει να ελπίζει.
4. Ο Καραφλοπέφτουλας. Επισκέπτεται τακτικά κυριλέ κομμωτήρια. Ζητά πάντα λούσιμο της κεφαλής για να πετύχει το κούρεμα. Ηδονίζεται με την χειρομάλαξη του γυμνού τοπίου και δίνει ειδικές οδηγίες για την κουρά του αυχένος. Χαριεντίζεται με την κομμώτρια, αφήνει γερό πουρμπουάρ και επανέρχεται την επομένη εβδομάδα για επιδιόρθωση προεξεχούσης τριχός. Συνήθης είναι η κατάληξή του σε χορηγό της κομμώτριας.
Συνεχίζεται…………..

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Ο Θρύλος του Jesse Livermore

Πέμπτη, 29 Μαΐου 2008 19:45
Jesse Livermore. Μια θρυλική μορφή στο παγκόσμιο στερέωμα των μεγάλων κερδοσκόπων. Τουλάχιστον για τους Αμερικανούς, ο Livermore είναι το απόλυτο πρότυπο «trader», όχι βέβαια υπό την έννοια εκείνου που παρακολουθεί τη συνεδρίαση από το σπίτι, με την …φόρμα του, αλλά υπό την έννοια του επαγγελματία των αγορών.
Γεννημένος στη Μασσαχουσέτη (1877), έφυγε από το σπίτι του σε ηλικία μόλις 15 ετών, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η πρώτη δουλειά που βρήκε, ήταν αυτή του βοηθού σε πρακτορείο χρηματιστηριακών συναλλαγών, στη Βοστόνη. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι είχε την ικανότητα να «διαβάζει» σωστά την «κορδέλα» (κατά κυριολεξία, εκείνους τους καιρούς) με τις τιμές των μετοχών, να αντιλαμβάνεται τις ακολουθίες και να προβλέπει τις διακυμάνσεις τους. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος αυτοδίδακτου «τεχνικού αναλυτή», με «εργαλεία» τα μάτια, τη λογική και βέβαια την εξαιρετική αίσθηση του ταμπλώ. Πειραματιζόμενος, στην αρχή εικονικά, χωρίς χρήματα, επαλήθευσε την επιτυχία των προβλέψεών του και έτσι, κάποια μέρα, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του, με πραγματικά χρήματα, ξεκινώντας με μόλις 5 δολλάρια, τα οποία γρήγορα έγιναν 1000 (μια μικρή περιουσία, για την εποχή). Μπαινοβγαίνοντας στα πρακτορεία της πόλης, αποκόμιζε ολοένα και περισσότερα κέρδη, έως ότου έγινε πασίγνωστος στην περιοχή της Βοστόνης και τελικά του ... απαγορεύθηκε η είσοδος σε όλα τα εκεί χρηματιστηριακά καταστήματα.
Τότε, αναγκαστικά, ήρθε η ώρα για την μετεγκατάσταση στη Ν. Υόρκη, όπου μοιραία ο Livermore μπήκε στα "παιχνίδια για μεγάλα παιδιά" και έγινε πασίγνωστος ως ένας από τους μεγαλύτερους «παίκτες» της Wall Street. Τα σημαντικότερα κέρδη του, φέρεται να αποκόμισε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1907 (τρία εκατομμύρια δολ.) και του 1929 (εκατό εκατομμύρια δολ. !!!). Στη δεύτερη μάλιστα περίπτωση, αναφέρεται ιστορικά ως ένας από τους κύριους υπαίτιους του «κράχ», εξαιτίας της έγκαιρης τοποθέτησής του ως «short» στην αγορά και των κερδοσκοπικών κινήσεων τεράστιας έκτασης, που πραγματοποίησε.
Κι όμως : Οι αμύθητες περιουσίες που συγκέντρωσε ο Livermore, σχεδόν εξανεμίστηκαν στη συνέχεια. Μήπως πλέον είχε χάσει την περίφημη αίσθηση των αγορών, που διέθετε ;;; -Πολύ πιθανόν. Ο ίδιος πάντως, απέδιδε την μετέπειτα καταστροφή του, στην μη αυστηρή τήρηση των κανόνων που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του και –τουλάχιστον μέχρι το 1929- τηρούσε ευλαβικά.
Την οικονομική διάλυση, ακολούθησε ένα τραγικό τέλος. Στις 28 Νοεμβρίου 1940, ο Livermore τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, θέτοντας τέρμα στη ζωή του. Στην επιστολή που άφησε στη γυναίκα του, έγραφε :«Αγαπημένη μου Νίνα. Δεν αντέχω άλλο. Τα πράγματα ήρθαν άσχημα για μένα. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Απέτυχα. Λυπάμαι, αλλά αυτή είναι η μόνη διέξοδος».
Μία ζωή μυθιστορηματική. Ίσως μάλιστα και να έμοιζε με την πορεία κάποιας από τις αμέτρητες μετοχές, που θα είχε "παίξει" ο Jesse στην καρριέρα του : Από το limit-up, στο limit-down. Στο τέλος, η έξοδος απ’ το ταμπλώ. Εν προκειμένω, το “ταμπλώ” της ζωής.
Ένα -ή μάλλον δύο- μεγάλα μαθήματα για όλους μας Το πρώτο, είναι να θυμόμαστε διαρκώς πόσα λίγα γνωρίζουμε ή κατανοούμε –οι περισσότεροι- για τα χρηματιστήρια. Και το δεύτερο (σε επίρρωση του πρώτου), ότι ακόμη και οι πραγματικοί γνώστες των αγορών, κάποτε πέφτουν τελείως "έξω".
"Έξω", μέχρι θανάτου, στην κυριολεξία.


* Την εποχή ακριβώς που η καρριέρα του κερδοσκόπου Livermore βρισκόταν στο απώγειό της (1924), ένας σημαντικός Νεοϋορκέζος συνθέτης, ο George Gershwin, έγραφε το κλασσικό "Rapsody in Blue". Εδώ, το πρώτο μέρος, εκτελεσμένο από τον ίδιον. http://www.youtube.com/watch?v=8QxWxsK8_3s

Υ.Γ.Γράφτηκε από τον συνέταιρο (swearengen) στην αρχή της σταδιοδρομίας μας. Στα διαστήματα μεταξύ δύο νέων αναρτήσεων θα δημοσιεύονται παλαιά κείμενα που μας άρεσαν.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Η μπλόφα και η φλόμπα.

Πολύ τού την έδινε αυτή η γκόμενα. Απόμακρη, αυστηρή, καμαρωτή, ντυμένη πάντα στην πέννα, υφάκι «σ’ έχω χεσμένο». Ήταν και κόμματος, όμως. Ανώτατο στέλεχος εμπορικής τραπέζης. Η έρευνα που διεξήγαγε κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα. Ανύπαντρη, ενοικιαζόμενο σπίτι στην Εκάλη, Μερσεντιά κομπρέσσορας δική της, ψώνια από Καρούζο, συχνά γεύματα σε κυριλέ φαγάδικα, παρέες με φραγκάτους. Γιάπηδες πολυεθνικών, μεγαλοεργολάβους, κτηματομεσίτες, ασφαλιστές, γλάστρες πρωινάδικων. Μόνιμο συνοδό δεν είχε εντοπίσει.
Αποφάσισε να χτυπήσει. Τα σωματικά προσόντα τα διέθετε. Ήταν άπαιχτος στις περιοχές των Δυτικών Προαστίων. Ψηλός, πλαταράς, θρασύς, επίμονος. Διέθετε και το σχετικό σπρέχεν που τρέλαινε τα ξέκωλα.
Εδώ, όμως, θα τα έβρισκε μπαστούνια. Ήταν φανερό πως η τύπισσα δεν θα μασούσε με τα συνήθη κόλπα. Ούτε μπορούσε να βασιστεί στη γοητεία του και μόνο. Με μαθηματική βεβαιότητα, θα έτρωγε χυλόπιτα.
Βραδάκι ,την ώρα που περίμενε την παρέα στο μπαράκι, τού ήρθε η έμπνευση. Παρήγγειλε και δεύτερη πέρδικα, για Τζώννυ μαύρο δεν σήκωνε η τσέπη του, και κατέστρωσε το σχέδιο με κάθε λεπτομέρεια.
Κάτι οικονομίες για τις δύσκολες μέρες τις διέθετε. Θα καθυστερούσε και τη δόση από το μεταχειρισμένο Γκολφάκι. Τα μέτρησε από δω, τα υπολόγισε από κει, έβαλε και το σχετικό αβάντζο. Θα του έφταναν και θα περίσσευαν κιόλας.
Την επομένη χτύπησε. Ενεφανίσθη ως δανειολήπτης. Για την αγορά ιατρείου σε in περιοχή. Το κοστουμάκι Zegna, το πατούμενο Prada, το ρολογάκι Patek Philippe. Το ξαδελφάκι ,ο μεγαλογιατρός, δεν του χάλαγε χατίρι. Όποτε τον είχε ανάγκη, βοήθαγε. Ήταν και του λόγου του λίγο μπερμπάντης και έδειχνε τη σχετική κατανόηση. Άλλωστε, πολλάκις του είχε κάνει πλάτες στις γκομενοδουλειές του.
Είχε τον τρόπο να πείθει. Ξεμπέρδεψε γρήγορα με τα επιτόκια, τα πανωτόκια, τις ρήτρες, τα κερατιάτικα έξοδα φακέλου και προσημείωσης, τα κυμαινόμενα, τα σταθερά, τα euribor, τα spread , τα ασφάλιστρα, σε περίπτωση που την έκλανε, και πέρασε στο ζουμί. Έπρεπε να ορίσουν νέα συνάντηση για να προσκομίσει κάποια Ε1, Ε3, Ε9 και της Παναγιάς τα μάτια. Επεκαλέσθη σωρεία χειρουργικών επεμβάσεων για τις επόμενες μέρες. Άρα η συνάντηση και παράδοση των σχετικών εγγράφων έπρεπε να γίνει εκτός ωραρίου τραπέζης. Κατά προτίμηση βραδινή ώρα, μετά το πέρας του ιατρείου.
Ο ψηλομύτης χάνος τσίμπησε. Αναμενόμενο, άλλωστε. Το πρώτο στάδιο του σχεδίου πέτυχε καθ’ ολοκληρίαν.
Το ραντεβού καθορίσθηκε για την δεκάτη σε χλιδάτο ποτάδικο . Ως γνήσιος τζέντλεμαν αφίχθη παρά τέταρτο. Παρήγγειλε το μαύρο Τζώννυ, μαράζι το ‘χε, άφησε σε εμφανές σημείο το μπρελόκ με τα κλειδιά της PORSCHE του ξαδέλφου, ίσιωσε και τη δανεική βραδινή κουστουμιά κι ανέμενε την προσέλευσή της.
Τελικά, δεν είχε άδικο. Η τύπισσα ήταν καθαρόαιμη Ουγγαρέζικη φοράδα. Με την είσοδό της, συζητήσεις κόπασαν και κεφάλια ξελαιμιάστηκαν.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου εξελίσσετο ομαλώς. Το golden πορνίδιο γούρλωσε τα μάτια σα βάθρακας άμα τη αναγνώσει των εκκαθαριστικών του ξαδέλφου. Το δάνειο, αιφνιδίως, έγινε πανεύκολο, οι λεπτομέρειες θα επεταχύνοντο, ήταν στο χέρι της είπε, και η συζήτηση ακολούθησε άλλες διαδρομές. Διαδρομές που ο γόης κατείχε λεπτομερώς καθ’ όσον τις είχε διαβεί επανειλημμένως.
Ακολούθησε ακριβό γεύμα σε ψαροταβέρνα πολυτελείας. Την άφησε να διαλέξει και το κρασί, μη γίνει και ρόμπα καθώς μόνο τον Κουρτάκη γνώριζε. Προϊούσης της ώρας η οικειότητα αυξανόταν και οι ψαύσεις επιταχύνονταν.
Το επόμενο στάδιο ήταν κι αυτό προμελετημένο. Σουίτα ακριβού ξενοδοχείου. Σαμπάνια στο δωμάτιο συνοδευομένη υπό χαβιαρίου. Η γκόμενα είχε χυθεί. Κατευθύνθηκε στο λουτρό να φροντίσει κάποιες λεπτομέρειες, όπως του είπε. Η μεγάλη στιγμή είχε έρθει. Ξάπλωσε στο Ολυμπιακών διαστάσεων κρεβάτι, έλυσε τον λαιμοδέτη κι ανέμενε με ύφος πολυχρονεμένου βεζύρη.
Την είδε να επιστρέφει σκυθρωπή. «Δεν μου 'χει ξανατύχει. Μου «ήρθαν» γρηγορότερα απ’ ό,τι τα περίμενα!».

Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Gentlemen prefer blondes

H bimbo...



Kαι η Star...

Θλίψη…Απογοήτευση. Πώς γίνεται ένα είδωλο να καταντάει έτσι; Η Μarilyn και συμπαθής ήταν και όμορφη και ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός θρύλος του αιώνα. Ναι, όμορφη!. Τώρα βέβαια τα επίτιμα ισόβια μέλη των καλλιστείων του Antenna, οι κκ Swear και Usound, θα μας την βγάλουν κοντή, βαμμένη και ό,τι άλλο τους έρθει. Δεν πειράζει.
Η ιστορία δεν ξεγράφει. Ήταν και παραμένει το μεγαλύτερο sex symbol...

Στο θέμα μας τώρα. Καλά να έχει καταντήσει άθυρμα του Προέδρου. Καλά να την κάνει πάσα στον αδερφό του, Γενικό Εισαγγελέα. Κατανοητά όλα. Ο JFK με το επιβλητικό παρουσιαστικό μπορούσε να μετατρέψει σε παιχνιδάκι οποιαδήποτε γυναίκα. Και ο Βobby βέβαια δεν υστερούσε.
Αλλά οι μπαγάσηδες το παρακάνανε με τη Marilyn. Tην ξεφτίλισαν…
Στις 19-5-1962 ο Πρόεδρος θα γιόρταζε τα γενέθλια του στο Μadison Squear Garden της Νέας Υόρκης. Την είχε ήδη χωρίσει. Τι να χωρίσει βέβαια…Αυτό δεν ήταν καν παράνομος δεσμός. Όποτε του κάπνιζε την έφερνε στο Λευκό Όικο για μια ξεπέτα και μετά σπίτι της. Ποια; την γυναίκα θρύλο! Την πρώην του μεγάλου Joe DiMaggio και του Arthur Miller.

Ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις του Δημοκρατικού Κόμματος για συγκέντρωση χρημάτων. Δεκαπέντε χιλιάδες καλεσμένοι με εισιτήριο και μόνο οι πλέον ταλαντούχοι Αμερικανοί καλλιτέχνες είχαν προσκληθεί να μετάσχουν. Η ίδια αμφιταλαντευόταν για το αν θα έπρεπε να πάει.
-«Ω! μα εγώ νόμιζα ότι δε με συμπαθεί πια ο Πρόεδρος…» είπε στον κουνιάδο του JFK που της μετέφερε την πρόσκληση. Τελικά πείστηκε. Οι οργανωτές της δεξίωσης θα κάλυπταν τα έξοδα της, περιλαμβανομένου και του φορέματος. Και τι φόρεμα! Ένα πολύ λεπτό «γυμνό» ύφασμα κεντημένο με εκατοντάδες στρας ώστε να αστράφτει κάτω από τους προβολείς. Την γελοία εμφάνιση συμπλήρωναν τα απαραίτητα high heels.
Την μετέφεραν από τα παρασκήνια σχεδόν μεθυσμένη, με δυσκολία βάδιζε. Προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της άρχισε να τραγουδάει με την αδύνατη, αισθησιακή φωνή της το happy birthday. Tα κατάφερε να πει και δύο στροφές. Ο Πρόεδρος καθόταν σαν κακομαθημένος πρίγκηπας, καπνίζοντας ένα πελώριο πούρο, στο θεωρείο με τους φίλους και τα αδέρφια του. Η δικιά μας, η Τζάκι, είχε φροντίσει να μην παρίσταται. Ήταν comme-il-fault βλέπεις και σιχαινόταν τις θορυβώδεις εκδηλώσεις. Είχε απηυδήσει και από τα νυχτοπερπατήματα του Jack.Το θέαμα ήταν αξιοθρήνητο…Μια μεγάλη σταρ είχε καταντήσει bimbo και μάλιστα αμφιβόλου ποιότητας bimbo.Μία φτηνή, πλατινένια κούκλα διέλυε το μύθο της στα εξ ων συνετέθη, μπροστά σε ένα πλήθος πολιτικάντηδων και παρατρεχάμενων.
Σε λίγους μήνες θα έφευγε από overdose βαρβιτουρικών στα οποία κολυμπούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της.





Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Νεκροφάνεια και Προκατάληψη

Άμα γεννιέται ο άνθρωπος, τη στιγμή ακριβώς που κάνει να βγει από την κοιλιά της δόλιας της μάνας του, έν' αστέρι αναβοσβήνει από πάνω του, σαν κινέζικο λαμπιόνι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αναλόγως τώρα, αν είναι το ουράνιο σώμα γουρλίδικο σαν ιρλανδέζικο τετράφυλλο τριφύλλι ή γρουσούζικο σαν τον Επίτιμο, πορεύεται και στη ζωή του ο άνθρωπος. Βέβαια, έχει κι ενδιάμεσες βαθμίδες κωλοφαρδίας ή γκαντεμιάς, από το άριστα-δέκα, μέχρι και το "έμεινες στην ίδια τάξη". Γι αυτό, όταν βλέπουμε κάναν επιτυχημένο, κάναν βουλευτή υπουργοποιημένο, ξέρω γω, ή επιχειρηματία πολυσχιδή ή ηθοποιό δημοφιλή, λέμε "έχει άστρο ο άνθρωπος". Αν και καμμιά φορά τα συγχέουμε τα πράγματα και λέμε, ας πούμε για την τάδε ή τη δείνα δεινή τραγουδίστρια του ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου, "έχει φωνάρα η γυναίκα, μα και άστρο". Σκατά έχει. Αφ΄ενός είναι άφωνη σα ροφός του Μυρτώου, αφ΄ετέρου άλλο πράγμα το άστρο κι άλλο η κατά συρροήν βίζιτα. Υπάρχει διαφορά.
Τώρα, ο Κλέοπας ήτανε ιδιόμορφη περίπτωση, καθόσον άμα και γεννιότανε, ανάψανε από πάνω του όχι ένα αλλά δύο άστρα, σιμουλτανέ. Σπάνιο, αλλά συμβαίνει κι αυτό. Το ένα αστέρι, σκέτο λαγοπόδαρο και τ' άλλο κάτουρο χελώνας μαύρης. Το δεύτερο τ' αστέρι φαίνεται πως έφεγγε περισσότερο, γιατί ο Κλέωψ είχε συγκεντρώσει πάνω του, από γεννησιμιού του, όλα τα κακά της μοίρας, της δικιάς του, μα κι απαξαπάντων των γειτόνων του μαζί, σε αχτίνα πενήντα δύο οικοδομικώνε τετραγώνων. Όλ' οι γειτόνοι, τα καλά παιδιά κι ο Κλέωψ, γαμώ τη μάνα του. Δε φτάνει που ΄μειν' ορφανό το κακόμοιρο από τα γεννοφάσκια, ήτανε και τα χάλια του τα μαύρα. Κοντό, σαφρακιασμένο, στραβοκάνικο σαν τον Καραγκούνη, μυταράδικο και λιγουλάκι ζαβό. Τα γράμματα δεν τα ΄παιρνε, ούτε αυτά του δινόσαντε, τα χέρια του δεν πιάνανε όχι κατσαβίδι αλλά μήτε μαχαιροπήρουνο, γκόμενα ούτε να τονε φτύσει. Και γρουσούζης πολύ. Κι άφραγκος. Κυρίως το τελευταίο.
"-Εντάξει όλ' αυτά, αλλά το τυχερό τ' αστέρι που λέγαμε;". Α, ναι. Είναι στη μέση και το τυχερό τ' αστέρι. Ο Μπάρμπας. Αυτός ήτανε -υποτίθεται- το τυχερό τ΄αστέρι. Ο Μπάρμπας. "Άλευρα-Σιτηρά/Εισαγωγαί-Εξαγωγαί". Χεσμένος στο τάλληρο ο Μπάρμπας, μα τα πολλά τα λεφτά -όχι λεφτά χάρτινα, λίρες αγιογεωργίτικες- τα 'χε κάνει επί κατοχής. Αλώνισε τότε ο Μπάρμπας, πρώτο καρτέλ στη Μαύρη. Αγορά έτσι ? Όχι φούντα, ξηγημένα πράματα. Τέσσερα χρόνια μάζευε ο Μπάρμπας, χρυσό, τιμαλφή, ακίνητα, ό,τι γουστάρεις. Τα άλευρα, βλέπεις. Μα κι έλαια και τυροκομικά προϊόντα και συναφή βρώσιμα αγαθά. Άμα σε θερίσει η πείνα, δεν κοιτάς μήτε χρυσάφια, μήτε ντουβάρια, μήτε μπιχλιμπίδια κι έργα τέχνης. Κοιτάς να τα βρείς με τον κάθε Μπάρμπα, μπας και κουβαλήσεις μια μπουκιά στο σπιτικό σου. Ακόμη κι αν χρειαστεί να στο πάρει ο Μπάρμπας. Που θα στο πάρει.
Ο Μπάρμπας, αδελφός της σχωρεμένης της μάνας του Κλέωψ, ήταν άκληρος, καθότι κακορίζικος από τη μέση και κάτω. Αν πήγαινες εσύ, λέμε τώρα, στο Δήμο να λάβεις -κατόπιν αιτήσεως μετά χαρτοσήμου- πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Μπάρμπα, θα έβλεπες ότι ο εγγύτερος ήτανε ο Κλέωψ, τί εγγύτερος δηλαδή, ο μόνος να λες καλύτερα. Είχε λαμβάνειν άρα η Κλεοπάρα, μόνο που να : Έμπαινε πάλι στη μέση αυτό το μπουρδελάκι, το σκοτεινό τ΄αστέρι. Ο Θειός είχε τον απέθαντο. Ο καψερός ο Κλέωψ, που όσο μπουμπούνας και να 'ταν, την είχε ανθιστεί τη δουλειά, ότι δηλαδή έτσι και τα κακάρωνε ο Μπάρμπας, η δική του η ζωή θα γινότανε αίφνης good morning Vietnam, παρακαλούσε κάθε νύχτα στην προσευχή του να ψοφήσει σα σκυλί το σκυλί τ' αγαρηνό -που του άξιζε κιόλας, γιατί ήτανε στ' αλήθεια σκατόψυχος ο γέρος- αλλά πού ; -Αθάνατη η μούμια. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ΄χε τετρακόσα κι ήτανε και κοτσονάτος κι έκανε και τσεκ απ κάθε δίμηνο και τ' αποτελέσματα ήτανε καλύτερα κι από του Kεντέρη, πριν βέβαια τονε σβερκώσει το ψάρι που το λέγανε Γουάντα. Ξεγελούσε το Θεό, κορόϊδευε και το διάολο ο Μπάρμπας κι έτσι κανείς τους δεν τον ζύγωνε.
Το σύμπαν είναι άδικο. Ο μεν Κλέωψ να μαζεύει όλη την καρπαζιά σαν ηλεκτρομαγνήτης, ο δε Μπάρμπας να μαζεύει όλο το χαρτί, μα και τα χρόνια των υπολοίπων που φεύγαν πριν την ώρα τους, λες και του τα χρωστάγανε από την κατοχή και τον συμμοριτοπόλεμο. Ο Κλέωψ, νέο παιδί, τριάντα χρονών άνθρωπος, να δουλεύει βοηθός αποθηκάριου στα ψυγεία του θειού του και να κουβαλάει τα τσουβάλια με τ' αλεύρι και του Μπάρμπα, του Χεφρήνου, να του κουβαλάνε τα τσουβάλια με τα λεφτά στην τράπεζα. Και σα να μη φτάνανε όλες αυτές οι αδικίες μαζεμένες, να ΄σου κι ο Χάρος να κλείνει πονηρά το ματάκι στον Κλέοπα : Μια μέρα, στα καλά του καθουμένου, στη λήξη της βάρδιας, τονε κλειδώσανε κατά λάθος τον φουκαρά μες το ψυγείο, τον ξεχάσανε εκεί ολονυχτίς και μέχρι την αυγούλα ο αίμας του γίνηκε γρανίτα φράουλα. Κρυοπληξία το λένε αυτό το πράγμα κι είναι πολύ άσκημο, διότι εκτός του ότι πας στον άλλο κόσμο λάου-λάου, μπορεί να θέλουνε μετά και βαριοπούλα για να σε ισιώσουνε, ώστε να χωρέσεις στο κοφίνι. Καλύτερα να μη σου πω πώς γίνεται αυτή η δουλειά, στο νεκροτομείο. Τέλος πάντων. Πάει κι ο Κλέωψ. Τέρμα, αυτό ήταν.
Το 'μαθε ο Μπάρμπας και κρυφογέλασε ο κωλόγερος, σου λέει "-πάλι χρόνια αλλουνού τσουρνέψαμε". Κρατήθηκε όμως, να μην φανεί κιόλας ότι είναι άκαρδος -λές και δεν το 'ξέραν όλοι- μόνο έδωσε εντολή στο προσωπικό "όπως μεριμνήσωσι διά την αξιοπρεπήν ταφήν του αγαπητού ανεψιού". Όπως πήγαινε να φύγει ο λογιστής κατά την πόρτα του γραφείου, τον βούτηξε ο γέρος από το μανίκι :"-Αξιοπρεπήν, κύριε Γεωργίου, απλώς αξιοπρεπήν, ουχί χλιδώσαν, να εξηγούμεθα ! Δεν τα ευρίσκωμεν εις το πεζοδρόμιον τα λεπτά".
Κι έτσι, την επομένην, εις Ιερόν Ναόν Κοιμήσεως Θεοτόκου κλπ, εψάλη η νεκρώσιμος, για να τον παραχώσουν τον άμοιρο τον Κλέοπα, ώστε να τελειώνει κι αυτό το βαρετό το έργο. Έντεκα νοματαίοι όλοι κι όλοι πάνω από το μνήμα, πέντε εργατάκια, συνάδελφοι απ' την αποθήκη, τέσσερα κοράκια, ο παπάς δέκα κι ο Μπάρμπας έντεκα, τυλιγμένος στο κασμίρι του, να κοιτάει το ρολόϊ κάθε τόσο, άντε να το λήγουμε να φεύγουμε. Λέει ο παπάς τα δικά του, χραπ η πρώτη η φτυαριά στο χώμα, γκρουκ να απλώνεται μετά πάνω στην κάσα και χραπ και γκρουκ, δώστου κι άρχισε να σκεπάζεται το φέρετρο, με τις πρώτες κιόλας φτυαριές.
Μα τότε, χεστήκανε όλοι πάνω τους, γιατί πνιχτή φωνή ηκούσθη εκ της κάσης κι ήτανε του Κλέοπα, που χτυπιότανε μέσα σαν το ψάρι και γύρευε να τον βγάλουν όξω, στο φως. Πέσανε τα φτιάρια από τα χέρια των κορακαίων, ο ένας την έφαγε στο δάχτυλο το μεγάλο του ποδιού του, "ωχ μάνα μου", έσκουξε, του παπά του γλίστρησε το πετραχείλι μες τις λάσπες, μα κι η μασέλα του μαζί, τα εργατάκια σκορπίσανε ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένα και γενικώς έγινε της τρελλής. Τη μεγάλη όμως τη ζημιά την έπαθε ο Μπάρμπας. Πρόλαβε να χλωμιάσει για μια στιγμή και την άλλη ένοιωσε ένα σφάχτη, μαχαιριά σωστή, στον ώμο τον αριστερό κι έπειτα να του σφίγγει μια μέγγενη την καρδιά, ώσπου γονάτισε χάμω, λερώνοντας και το κασμίρι του. Μέχρι να συνέλθουν οι υπόλοιποι, ο γέρος είχε πέσει με τα μούτρα στο σκαμμένο χώμα και κοίταζε τους σβώλους. Κοίταζε μα δεν έβλεπε. Πάει η καλιά του. Αντίο ζωή.

Τον Κλέοπα τον ξεφυτρώσανε σε λιγάκι. Μια χαρά βγήκε από την κασέλα, κοστουμαρισμένος, ξυρισμένος, γαμπρός σωστός. Τέτοια κοστουμιά δεν είχε ματαβάλει ο μαύρος, εν ζωή. Αναστάς εκ του μνήματος ο Κλέωψ, αφού βέβαια πρώτα φρόντισε τα της κηδείας του "αγαπητού θείου" ("αξιοπρεπή, κύριε Γεωργίου, απλώς αξιοπρεπή, όχι πολλές χλίδες και γκλαμουριές με τον παρά τον δικό μου"), εν συνεχεία ρύθμισε τα τυπικά της κληρονομίας και των αλεύρων εν γένει κι όταν ξεμπέρδεψε μ' ολη τη χαρτούρα, πέρασε και μια βόλτα από το Νεκροτομείο, να επισκεφτεί εκείνον τον γιατρό που είχε διαπιστώσει τον "θάνατον εκ κρυοπληξίας".

"-Για πές μου τώρα, ρε γιατρέ", τον ρώτησε πονηρά ο Κλέωψ, "νύχτα στο δώκανε το δίπλωμα;". Κάτι περίεργα ψέλλισε ο γιατρουδάκος, περί "εξασθενήσεως ζωτικών οργάνων, μεταβολικής απραξίας των κυττάρων και κλινικής εικόνος νεκρού", μα ο Κλέοπας τον έκοψε γελώντας και του 'χωσε στην τσέπη ένα μασούρι χαρτονομίσματα, χοντρό σα σαλάμι Ουγγαρίας.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Ο κύριος Σκαμβουράς


Η “Μουσική των Νερών”. Θέμα ελεύθερον. Καθίστε επάνω από μια γέφυραν και ακούστε την. Προσοχή, μόνο, να μην πέσετε στο ποτάμι... Ο κύριος Σκαμβουράς δίνει με αγάπη το θέμα, με αγάπη, μα αμέσως πικραίνεται. Του αρέσει αυτό το θέμα. Κάθε θέμα, που έχει μέσα ποτάμι, του αρέσει. Μα έρχεται ο Καθηγητικός Σύλλογος, με μια φωνή ξερή και κατασπαράζει αλύπητα όλη την ποίηση στην καρδιά ενός φτωχού καθηγητή.
Διάλεξε σου λέει, όποιο θέμα θέλεις -δικαίωμα σου-αλλά στη γλώσσα, προσοχή! “όσον αφορά την γλώσσαν”.
κύριος Σκαμβουράς: - Λοιπόν, απαιτώ ολίγων λεπτών απόλυτην σιγήν. Μίαν σύστασιν. Προσοχή εις την γλώσσαν. Δια τα πάντα είσθε ελεύθεροι,. Όσον αφορά όμως την γλώσσαν, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να γίνει ανεκτή οιαδήποτε γειτνίασις προς τα διάφορα βαρβαρικά εκείνα ιδιώματα, άτινα σύρουσιν το πατροπαράδοτον γλωσσικόν μας όργανον εις τον ρύπον των τριόδων. Επιβάλλεται, όθεν, η σχολαστική αποφυγή τοιούτων γειτνιάσεων και η μετά πάθους πρoσήλωσις προς τα αρχάς της επισήμου γλώσσης, η προσήλωσις, δηλονότι εις την επίσημον γλώσσαν του Κράτους, την καθαρεύουσαν. Προειδοποιώ, όθεν, και απειλώ. Εις τον παραβάτην θα είμεθα απηνείς! Και, τώρα, συνεχίστε την εργασίαν σας.
Έλα, εσύ, τώρα, ο καθηγητής -και να είσαι νέος καθηγητής κι όλο κι όλο που λατρεύεις να είναι τα “βαρβαρικά αυτά ιδιώματα”- και να μην πικραθείς... Μα τα παιδιά τίποτα δεν καταλαβαίνουν απ' τη λύπη του καθηγητή τους. Καταλαβαίνουν μονάχα ότι τούτη η έκθεση δεν είναι σαν τις άλλες. Ότι είναι “θέμα ελεύθερον”, πώς το λένε... Μπορούν να γράψουν το θέμα όπως θέλουν. Ότι δεν θα τυραννούσαν το κεφάλι τους να θυμηθούν πώς το είπε ο καθηγητής, με τι λόγια και με τι εικόνες. “Γράψτε ό,τι σας αρέσει. Φτάνει να το γράψετε με δικά σας λόγια. Μόνο ξέρετε... το βαρβ... δηλαδή... όσον αφορά τη διάλεκτον, γνωρίζετε...” -“Μα και βέβαια γνωρίζουμε” κύριε Καθηγητά! Εμείς πια είμαστε μορφωμένοι άνθρωποι κι ένας μορφωμένος άνθρωπος πρέπει να σέβεται τη μόρφωση του! Και βέβαια -πώς όχι;- Τώρα πια... και βέβαια, σας καταλάβαμε, κύριε καθηγητά”.
κύριος Σκαμβουράς: Έχετε δυο ώρες. Ελπίζω ότι επαρκούν. Τονίζω ότι δεν τίθεται κανένας περιορισμός ως προς την έκταση .
Το βράδυ ο Μέλιος ξαναμέτρησε άλλη μια φορά την αποκοτιά του. Αν τον διώχνανε απ' το Γυμνάσιο; Αυτή ήταν μια ανταρσία! Ποιος είσαι εσύ, νεαρέ, που παίρνεις το θάρρος να τσαλαπατάς έτσι τους κανονισμούς του σχολείου; Ο κύριος Γυμνασιάρχης ονομάτιζε τον εαυτό του “θεματοφύλακα”. Όποιος δεν συμφωνούσε, έπρεπε να φύγει.
Ο κύριος Σκαμβουράς ήρθε το πρωί ωχρός, σαν να πάλεψε όλη τη νύχτα με τη θέρμη. Με ποιον έπρεπε να συμφωνήσει; Με τον κανονισμό ή με τη συνείδηση του; Η πρώτη ματιά που έριξε ήταν κατά το μέρος του “επαναστάτη”. Το βλέμμα του ήταν μπερδεμένο... “εύγε και αλίμονο” μαζί, ζυμωμένα.
κύριος Σκαμβουράς: Εν γένει... είπε στα παιδιά. Η εργασία σας υπήρξε ενδιαφέρουσα. Αισθάνομαι την υποχρέωση να συγχωρήσω ακόμη και ορισμένες χυδαιότητες, κύριε Δακρυτζίκε. Εν γένει δεν εματαιοπόνησε κανείς σας. Μόνο... είμαι καταλυπημένος επί μιας περιπτώσεως, κυρίως όχι λυπημένος... αλλά μάλλον αμήχανος. Αφήνω να κρίνετε εσείς. Από αυστηρό επαγγελματικό καθήκον είμαι υποχρεωμένος να στιγματίσω μιαν πράξη που -κρινόμενη εις τα στενά σχολικά πλαίσια- αποτελεί μια καθαρή παρεκτροπή. Δηλαδή, είμαι υποχρεωμένος να μεταφέρω εδώ απόψεις, που απορρέουν από τους κανονισμούς του σχολείου. Η έκθεση, για την οποία πρόκειται να σας μιλήσω... για να είμαι ακριβολόγος, δεν εκρίθη κακή, αλλά απαράδεκτη. Βλέπετε το σχολείο διέπουν ορισμένοι κανονισμοί πέραν των οποίων δεν έχει θέση η επιείκεια. Όλα αυτά. φυσικά, είναι ιδέες και έννοιες υποχρεωτικές για όλους, ακόμα και για όσους διαφωνούν - θα έλεγα ακόμη και για όσους πονούν. Δεν είναι θέμα κακής βαθμολογίας. Το σχολείο δεν βαθμολογεί κακώς, απλώς αρνείται βαθμολογίαν. Το σχολείο όμως, πρέπει να εξηγούμεθα... Όχι και εγώ.
Τι τρέχει, κύριε; φωνάζουν τα παιδιά. Δεν καταλάβαμε.
Ο Σκαμβουράς τους κοίταξε περίλυπος... Αναστέναξε.
κύριος Σκαμβουράς: Θα προσπαθήσω να γίνω αντιληπτός, είπε.
Ζούπηξε το δάχτυλο του πάνω στην έδρα, ψάχνοντας με μεγάλο κόπο να ξεδιαλέξει τα λόγια του. Όλοι τον κοιτούσαν με ξαναμμένα μάτια. Ξαφνικά απ' τα πίσω θρανία έγινε κάποιος σαματάς. Ο Σκαμβουράς ρώτησε με τα μάτια. Μια βραχνή, μπερδεμένη φωνή, κάτι άρχισε να λέει. Ο Σκαμβουράς έβαλε το χέρι του στ' αυτί.
Δακρυτζίκος: Φταίω... είπε η φωνή. Λέω όλη την αλήθεια.
κύριος Σκαμβουράς: - Τι είναι, Δακρυτζίκο; ρωτά παραξενεμένος ο Σκαμβουράς.
Δακρυτζίκος: -Δε μου 'ρχότανε αλλιώτικα κύριε. Είπα κείνο που είδα. Δηλαδή, κάτι γριάδια να χύνουνε τα καθίκια τους. Τι φταίω γω; Και πώς έπρεπε να το πω; “Γραία τις εθεάθη μετα καθικίου ανά χείρας;” Αν δεν κάνει, ας μην κάνει. Είδα κι ένα γαϊδούρι, που του είχανε μπηγμένη μια σημαία στη μπάκα. Κι είδα κι ένα μεθυσμένο που ξερνούσε στο ποτάμι κι έλεγε “ώρα καλή, φασουλάκια μου, ώρα καλή, μπομποτίτσα μου... πέστε τα χαιρετίσματα στον απόπατο... Κι εσύ, κρασάκι μου, καλόν κατευόδιον”. Τι φταίω γω, κύριε;
Ο Σκαμβουράς απόμεινε άφωνος.
κύριος Σκαμβουράς: -Χρηστίδη... του λέει με αγάπη... Σ' ευχαριστώ! Είμαι... είμαι... Όχι δεν πρόκειται για σένα, παιδί μου. Και βέβαια συμφωνώ, ότι δεν είναι ωραία όλα όσα είπες. Χαίρομαι όμως, σχεδόν συγκινούμαι... που το ομολογείς... Σ' ευχαριστώ. Ωστόσο δεν πρόκειται γι' αυτό. Σε παρακαλώ, όμως, συνέχισε και στο μέλλον να είσαι πάντα ειλικρινής.
Χαμωλιάς: - Τι φταίω εγώ;... είπε τώρα μια άλλη φωνή.(Τι μέρα ήταν αυτή!)
κύριος Σκαμβουράς: - Κι εσύ Χαμωλιά;
Χαμωλιάς: - Τι φταίω; Αφού πάνε και ρίχνουνε τις ψόφιες κότες στο ποτάμι... Και κατουράνε κιόλα!... “Ουρούσιν το ψιλόν τους ούρος!” Αν άλλοι είναι τρελοί και πάνε και ψαρεύουνε παπούτσια, τι φταίω γω; Μια μέρα είδα και μια καρέκλα μέσα - ποιος του είπε του καφετζή να τη βάλει άκρη άκρη; Εγώ μόνο που την άγγιξα... να, μόνο με το μικρό μου δακτυλάκι... Πού ήξερα ότι ήταν... κουτσή και θα 'πέφτε “εντός του ύδατος”. Να... που τα είπα όλα.
Ο καθηγητής τον άκουσε σωπαίνοντας.
κύριος Σκαμβουράς: Δε σε μαλώνω... του είπε στο τέλος. Ίσα ίσα, προσπαθώ να σας απαλλάξω από τις τύψεις σας. Δεν πρόκειται, όχι, γι' αυτό, παιδιά. Η έκθεση, για την οποία σας μιλώ, δεν έχει τέτοιες τολμηρότητες. Είναι ένα πρότυπον γραπτού λόγου, ένα αληθινό σχολικόν αριστούργημα. Το σφάλμα της είναι -αν μπορεί να θεωρηθεί σφάλμα- ότι είναι διατυπωμένη εις γλωσσικόν ύφος το οποίο αποκρούει ο Σύλλογος των καθηγητών, προεξάρχοντος του κυρίου Γυμνασιάρχου. Για να εξηγηθώ σαφέστερα, η έκθεση αυτή είναι γραμμένη στην κοινή γλώσσα του λαού... δηλαδή στη Δημοτική... δηλαδή στην ελληνική γλώσσα.
Μέλιος: -Με συγχωρείτε, κύριε καθηγητά, αλλά τότε πρόκειται για μένα! φώναξε ο Μέλιος και βρέθηκε όρθιος. Τα μάτια του -πριν σηκωθεί- είχαν στραφεί σαν αστραπή πίσω και γέμισαν φως.
κύριος Σκαμβουράς: -Ναι, Κάδρα... Για σένα, πρόκειται, παιδί μου. Δεν σου αποκρύπτω την ψυχική μου αναστάτωση. Τέλος πάντων...Εν γένει... εγώ, προσωπικώς, και εις πείσμα κάθε θυσίας, θα βαθμολογήσω σύμφωνα με... την προσωπική μου συνείδηση.
Ο Μέλιος ξεκίνησε να πάει να την πάρει.
κύριος Σκαμβουράς: Όχι... είπε ο Σκαμβουράς. Έχω να εκπληρώσω μια προσωπική υποχρέωση, τόσον απέναντι της τάξης σας όσο και απέναντι της συνείδησης μου. Πήγαινε, παιδί μου, στο θρανίο σου.
Ο καθηγητής σκούπισε μ' ένα μαντίλι τα μελίγγια του. Ύστερα τους κοίταξε όλους μ' ένα ταπεινό παρακάλιο.
κύριος Σκαμβουράς: Σας παρακαλώ... είπε, να μην κάνετε κανένα θόρυβο...
Ύστερα άνοιξε το τετράδιο, το 'στρωσε με την παλάμη του, κι άρχισε να το διαβάζει με προσοχή και αγάπη:Πέρα απ' τα βυσσινιά, ουρανομίλητα βουνά ξεκινάει το ποτάμι του χωριού μας. Έχει να κάνει ένα δρόμο γεμάτο σκαλοπάτια και να πάει να χυθεί κάτω στην ανυπόμονη θάλασσα. Κάτι πουλιά το κυνηγάνε κι ύστερα κουράζονται και μένουν. Κείνο δε μένει. Τρέχει και ψέλνει, τρέχει και καλοναρχά, τρέχει και ποτίζει. Περνά από ένα σπίτι... Είναι παλιό, με σταχτιά ντουβάρια. Κι ένα δέντρο. Ποτίζει το δέντρο και το σπίτι. Το δέντρο το θέλει το νερό, το σπίτι δεν το θέλει. Είναι μια άρρωστη μέσα, γι' αυτό. Μια άρρωστη που αποβραδίς θέλει να πεθάνει και το πρωί φωνάζει: “Γλιτώστε με!” Τη λένε Σέβδω. Η εικόνα είναι αυτή. Απέξω περνάει ένα ξυλένιο γεφυράκι. Ένα πετεινάρι πηγαίνει κάθε μέρα και μετρά το μπόι του - αν μπορέσει να πέσει. Είναι δέκα μέρες τώρα που η άρρωστη βρίζει το χάρο. Κείνος χαμογελάει... “Άστηνα, λέει. να 'ρτει παρακαλώντας”.
Η γριά καρφώνει τα μάτια στο ταβάνι... “Έλα, άγγελε... εσένα, λέω, σπλαχνικέ, πάρε με”. Ο άγγελος φτεροκοπάει απέξω και δεν μπαίνει. Η καημένη η γριά... κι έχει κι ένα δύσκολο όνομα. Ήρθε στον κόσμο για να πιει νερό, κι ήπιε φαρμάκι. Αντίς για κόρη, γέννησε μια κόλαση, που την παίδεψε, όπως ο μύλος το σπυρί το στάρι. Και τη βάφτισε Ουράνα - κρίμας στ' όνομα. Στο μέσα καμαράκι κάθεται ένα μικρό γυμνασιόπαιδο. Έχει θέρμες. Κανείς δεν το γιατρεύει, μα ούτε και το θέλει. Κείνος είναι άρρωστος από την αρρώστια της γριάς. Ακούει τα παράπονα της και δεν ξέρει τι να κάνει, γιατί είναι η πρώτη φιλενάδα του. Θέλει να τη γλιτώσει και δεν ξέρει πώς.
Η Ουράνα λέει: “Τα καλύτερα γιατρικά τα πουλάνε στα μνήματα”. Το παιδί την ακούει και θέλει να της κάψει το στόμα μ' ένα δαυλί. Θέλει να γλιτώσει τη φιλενάδα του, μα πώς να το κάνει; Γυρίζει και πουλά κουλούρια μ' ένα καλάθι, για να μαζέψει λίγες δραχμές, να της πάρει γιατρικό. Γυρίζει παραπονεμένος μες στα σοκάκια και φωνάζει: “Πάρτε κουλούρια... είναι πολύ φρέσκα”. Η φωνή του κλαίει, μα τα παιδιά τον περιγελάνε. Δεν καταλαβαίνουνε τι θα πει: Πεθαίνει η φιλενάδα του. Γιατί να είναι τόσο άσκημος ο κόσμος; Έρχεται και μανταλώνεται μες στο καμαράκι κι η φωνή του ακόμη κλαίει μονάχη της στο δρόμο: “Πάρτε ένα κουλούρι, πεθαίνει η γριά...”
Το μεσημέρι η ψυχή του πλαντάζει και κατεβαίνει στο σοκάκι. Πάει σύρριζα σύρριζα στο ποτάμι. Ένα σκυλί περνάει απ' το γεφύρι, με πένθος στο ποδάρι. Φαίνεται πως το 'χει απ' τη μάνα του. Γιατί να πεθαίνουνε οι άνθρωποι; Άδικα, ρωτά το ποτάμι. Κείνο τρέχει απελπισμένο και φωνάζει “πνίγομαι, πνίγομαι, πνίγομαι!” Έχει δίκιο. Πιο κάτω γκρεμίζεται από 'να βράχο και βγάζει απ' το στόμα του αφρούς. Μα οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τίποτα και το λένε “καταρράχτη”. Γελούνε. “Τι ωραίο ποτάμι...!” λένε. Πότε θα καλυτερέψουνε οι άνθρωποι; Πότε θα γίνουνε λιγάκι πονετικοί για τους άλλους; Γιατί τώρα δεν είναι καθόλου
Μια Ουράνα είναι όλη η πόλη. Δε σ' αφήνει ούτε να πεθάνεις γλυκά. Μια ακαταστασία είναι αυτό που λένε πόλη. Ένας εδώ σκάβει λάκκους για πεθαμένους. Και πιο πέρα άλλος σκάβει λάκκους για κρεμμύδια. Πιο πάνω, σ' ένα αλώνι, παντρεύουν μια ντροπαλή και την κάνουν να σκύβει πολύ τα μάτια της. Ρίχνουν και τουφεκιές για να το μάθουν όλοι. Απ' την άκρη της πολιτείας περνάει η αμαξοστοιχία του μεσημεριού. Το τρένο κουδουνίζει ολάκερο, σαν κασόνι γιομάτο γυαλικά. Κάτι έμποροι φτύνουνε απ' το παράθυρο.
Γιατί είναι τόσο κακό σ' αυτόν τον κόσμο να πουλάς κουλούρια; Αυτό κανένας δεν του το εξήγησε.
“Η μουσική των νερών” λέει ο δάσκαλος. Δεν έχουν νερά οι μουσικές! Πεθαίνει η Σέβδω. Αυτό ξέρουμε. Και τα νερά κλαίνε, σαν μικρά αγγονάκια που δεν ξέρουνε γιατί κλαίνε- γι' αυτό και κλαίνε περισσότερο. “Μπάμπω... μόνο ένα λεμόνι μπόρεσα ν' αγοράσω... λέει το παιδί λυπημένο στη γριά. Δεν αγοράζουνε κουλούρια”. Η Σέβδω γυρεύει το λεμόνι, σαν το μωρό, το βυζί. Αχ... γιατί να πεθαίνει κανείς με τόσο φαρμάκι στη γλώσσα;... Το σκυλί πάλι περνά με το πένθος στο πόδι. Μήπως το 'χουνε για θελήματα στο νεκροταφείο;
Στο σπίτι της Σέβδως ανάψανε τη λάμπα. Η Ουράνα τα βάζει με το χάρο, που αργεί. Το παιδί χώνεται μες στα στρωσίδια και κλαίει. Μια καμπάνα χτυπάει σαν να πονά. Η Σέβδω δεν μπορεί να κάνει το σταυρό της και οδηγάει το χέρι της το παιδί. “Στο όνομα του Πατρός - του Υιού -και του Αγίου Πνεύματος - Αμήν”. Ύστερα το παιδί γαντζώνεται στο ρούχο της. “Δε θέλω, Σέβδω... της λέει. Μη! Δε θέλω να πεθάνεις!...” Η Σέβδω τον ακούει και παρακαλάει να την αφήσει “ν' αφουγκραστεί”. Μα η Ουράνα καβγαδίζει. Ολοένα καβγαδίζει με το Χάρο. Το σκυλάκι με το πένθος ξαναπερνά για τελευταία φορά απ' το γεφύρι. Τα μάτια του παιδιού ματώσανε. Ποιοι κάνανε τις Ουράνες; Και τους Χάρους; Και την απονιά; Ποιοι κάνανε την απονιά; Ο χάρος είναι κακόψυχος, αφού συμφωνάει με την Ουράνα. Κι είναι ψέματα πως τα ποτάμια τραγουδάνε. Τα ποτάμια είναι τα δάκρυα των βουνών. Κι είναι οι ψιχάλες απ' τα δάκρυα των ανθρώπων, που χάσανε τη χαρά τους. Τα μεσάνυχτα ήρθ' ο παπάς με το θυμιατό του.
-Τ' είν' αυτό; ρώτησε η Σέβδω και τινάχτηκε.
-Τίποτα, Σέβδω... Είναι η Θεία Μετάληψις.
- Λεμόνι θέλω! Δεν έχει το αγόρι άλλο λεμόνι; Δε θέλω μετάληψη!
- Είναι τα άχραντα Μυστήρια, Σέβδω... είπε ξανά ο παπάς.
- Θέλω λεμόνι! Πού είναι το παιδί, να μου δώκει λεμόνι; Αυτό θέλω. Το δικό σου στέλνει στον άλλο κόσμο. Δε θέλω!
Ο παπάς την κοινώνησε χωρίς άλλες κουβέντες, σκόρπισε λίγη δροσιά με το δεντρολίβανο κι έφυγε. Το παιδί γαντζώθηκε πάνω στα ρουφηγμένα στήθια της και έκλαιε σαν να το δέρναν. Την αυγή η Σέβδω κύλησε σιγά σιγά στον άλλο κόσμο• και πάγωσε. Το παιδί πήγε ξεσκούφωτο να κλάψει έξω. Ήθελε να κλάψει δυνατά. Να τινάξει τα χέρια του μες στο σκοτάδι. Γιατί τα 'καναν όλα τόσο άσκημα, τόσο άδικα, τόσο πικρά; Έψαξε με τα χέρια και βρήκε τα χόρτα του ποταμού. Ύστερα κάθισε με τα γόνατα. Έσκυψε στον παλιό του φίλο και προσπάθησε ν' ακούσει το τραγούδι του... Ήταν θολό, βαθύ, ίδιο με την ερημιά, ίδιο με το θάνατο. Και τότε κατάλαβε ότι αυτή ήταν η μουσική των νεκρών. Μια μουσική που βγάζουν τη νύχτα οι καλαμιές... Είναι τα τραγούδια που λένε τη νύχτα οι μητέρες στ' άρρωστα μωρά... οι φωνές που βγάζουν, μες στον άξενο κόσμο, τα ολομόναχα παιδάκια...
Η φωνή του καθηγητή σώπασε βουρκωμένη. Τα κορίτσια κλαίνε. Κλαίνε και τ' αγόρια. Μόνο οι “Πέρσες” κλοτσάνε, γιατί δεν ξέρουνε να κλάψουνε. Η Αγράμπελη είναι ένα μικρό λουλούδι που τρέμει στ' αεράκι. Το μικρό της σώμα έπλεε μες σ' ένα ζεστό σύννεφο, χωρίς χέρια, χωρίς πόδια. Αγράμπελη... ένα όνειρο φορτωμένο άνοιξη. Ο Μέλιος ονειρεύεται ολόρθος. Ονειρεύεται κεράσια, τραγούδια με ψιλές φωνές, βάρκες, που αρμενίζουν μες στα χρυσάφια. Ξαφνικά ξεσπούνε παντού χειροκροτήματα. Ο καθηγητής κρεμνά τα χέρια. Το κουδούνι χτύπησε. Αδειάζει σιγά, τελετουργικά, η αίθουσα.. Ο Σκαμβουράς πάει ως την πόρτα, κλειδώνεται από μέσα, και ξαναγυρνά στην έδρα του. Θέλει να μείνει μόνος, ολομόναχος...

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

Η παραβολή των Μωρών-Παρθένων

Ήτανε που λες μια φορά κάτι κοπελιές, πέντε τον αριθμό, τα χάλια τους τα μαύρα. Σερνικός δεν τις ζύγωνε και μόνο ο Bluesman είχε κάποιες φωτογραφίες τους, στη γνωστή συλλογή του, με τίτλο «Τα Τέρατα του Τσίρκου». Σαύρες σκέτες. Τί σαύρες δηλαδή, τυραννόσαυροι, αφού ήτανε οπωσδήποτε μεγάλη τυραννία και μαρτύριο να έρχεσαι φάτσα με φάτσα με δαύτες. Κι όπως καταλαβαίνεις, με τέτοια χάλια, οι τύπισσες δεν. Όταν λέμε «δεν», κυριολεκτούμε. Παρθένες, αυθεντικές, μέχρι μεδούλι. Εκ των περιστάσεων, δηλαδή, όχι οικεία βουλήσει. Στο ράφι είχανε απομείνει οι δόλιες και για να παρηγορηθούνε το είχανε ρίξει στις επενδύσεις. Σου λέει «αφού να μας πηδήξει άντρας δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση, κάτσε να μπούμε στο ΧΑΑ, να φχαριστηθούμε πήδημα». Μωρέ και μπήκανε και φχαριστηθήκανε. Πήδημα εννοείται. Ακούσανε κάτι γκουρούδες που τις μπάσανε στα καλά χαρτιά και μαζώξανε πάνω τους όλο τον εικοσάρη, συν κάτι επιλεγμένα λιμά σαραντάρη. Μιλάμε για πολύ χαρτί. Και μετά περιμένανε, αφού έτσι κι αλλιώς συνηθισμένες ήσαντε στην απέλπιδα αναμονή. Κι εν τω μεταξύ, το πήδημα έπεφτε right through.

Τώρα, εκτός απ’ αυτές τις πέντε φλόμπες, στην ιστορία μας υπήρχανε κι άλλες πέντε γκόμενες. Αυτές πάλι, ήτανε και πολύ πρώτες γυναικάρες, κοινώς “μωρά”, που λένε και κάτι μπανάλ τύποι, κάτοχοι ΙΧΕ Subaru Impreza μπλε ελεκτρίκ, με αεροτομή από boeing 777, μπουρί δέκα ιντσών, στερεοφωνικό οκτώ χιλιάδων watts και αγωνιστική χαρτογράφηση. Τα μωρά, εκτός του ότι φύλαγαν την παρθενιά τους –έτσι διέδιδαν τουλάχιστον- φύλαγαν και τα λεφτά τους. Είχανε βρεί κάτι μαλάκες καληνυχτάκηδες (όλους κατόχους Subaru Impreza), που τους τα έσκαγαν κανονικά, τα πάντα πληρωμένα, από καφέ και σινεμά, μέχρι και συνολάκια ιταλιάνικα. Έτσι, ο στόχος ζωής που είχαν θέσει τα μωρά, ήτοι η εσαεί διατήρησις της ρευστότητός των -αλλά και της παρθενίας των- επετυγχάνετο απολύτως, δεδομένου ότι οι Σουμπαραίοι, όχι μόνο πλέρωναν σαν κύριοι, μα και δεν γύρευαν τίποτις κόλπα πονηρά, ομοίως σαν κύριοι. Ενώ όμως αυτά τα γκομενάκια είχαν όλο το χρήμα ατόφιο, μετοχές δεν αγόραζαν. Τα μωρά είχανε αφήσει τα λεφτά στον τόκο, να γεννάνε, μέρα με την μέρα. Και είχαν αράξει.

«-Βρε πάρτε καμμιά μετοχή!», τις συμβούλευαν οι άλλες οι παρθένες, οι σαύρες που λέγαμε. «-Ουστ από δω χάμω, μουστακαλούδες, που θα μας δώσετε και συμβουλές», τις αποπαίρνανε οι γκομενίτσες. «-Τι να τις κάνουμε μωρέ εμείς τις μετοχές ; Εμείς έχουμε φράγκα. Άσε να φανεί ο πάτος και βλέπουμε». Και βέβαια, τα συγκεκριμένα μωρά είχαν ιδίαν αντίληψιν της εις χρήμα αποτιμήσεως ενός αξιόλογου πάτου.
Εντάξει, πάμε και στο ζουμί, για να μην τα πολυλέμε. Καθώς προείπα, οι πέντε φόλες όλο άνοδο περιμένανε κι άνοδο δεν βλέπανε. Μια νύχτα δίχως φεγγάρι, νυσταγμένες καθώς ήσαν, την έπεσαν να σαπίσουν. Την ίδια στιγμή, έπεσαν στα κρεβάτια τους και τα μοντέλα, τα μωρά που λέγαμε, να λειώσουν κι αυτά, αποκαμωμένα από τα ψώνια που κάνανε ολημερίς, με τις πιστωτικές των Σουμπαραίων.
Ξαφνικά, μές το σκοτάδι, ακούγεται αγριοφωνάρα μεγάλη και πολύ τρομαχτική : «-Ιδού ο Γκοτζίλας έρχεται, δείχτε μου τα χαρτιά σας !». Και ξανά πάλι : «-Ιδού ο Γκοτζίλας έρχεται, δείχτε μου τις μετοχές σας !». Αφού το λέω κι ανατριχιάζω, τόσο τρομακτικό ήταν το όλο σκηνικό.
«-Αμάν, μανουλίτσα μου!, λένε χεσμένα από το φόβο τους τα μωρά, «τούτος ο αγριάνθρωπος γυρεύει τις μετοχές μας!». Πετάγεται τότε ένα μωρό –ξανθό- και προτείνει «-Δείχτα κι εσύ μωρή τα χαρτιά μας, να φύγει το χτήνος, να ησυχάσουμε !». «-Ποιά χαρτιά μωρή ζαβή ?», την επιπλήττει ένα άλλο μωρό, καστανό. «-Έχουμε εμείς χαρτιά ? Φουλ μετρητό είμαστε. Την κάτσαμε την βάρκα. Κάτσε έχω μια ιδέα».
Και μια και δυό, πάει και χτυπάει το κουδούνι αυτωνών των πέντε ερπετών, που είχανε ήδη ξυπνήσει και περιμένανε ατρόμητες τον Γκοτζίλα, να του δείξουν τις μετοχές τους. «-Φέρτε καλέ κορίτσια καμμιά μετοχούλα, να ξεγελάσουμε τον Πίθηκα !», παρακαλάει το μωρό. «-Να πας ν’ αγοράσεις δικές σου, μωρή ψωνάρα!», την κόβουνε οι σαύρες και της κλείνουνε την πόρτα στη μούρη.
Μιά κουβέντα ήτανε. Άντε τώρα να βρείς ν’΄αγοράσεις μετοχές, νυχτιάτικα. -Από πού να τις αγοράσεις, από το Χονγκ-Χονγκ ή από το Τόκυο ? Σα να πέφτουνε λιγάκι μακρυά. Και έτσι, μείνανε οι γκομενάρες χωρίς μετοχές, δηλαδή αμέτοχες, πράγμα πολύ άσχημο. Η κατάσταση χειροτέρεψε, μόλις ο Γκοτζίλας τους χτύπησε το κουδούνι. Απ’ έξω, ακούστηκε η απόκοσμη αγριοφωνάρα του, να λέει κάτι ξενόγλωσσα :
«-Γρηγορείτε ουν ουκ οίδατε γαρ πότε ο Γκοτζίλας έρχεται, οψέ ή μεσονυκτίου ή αλεκτοροφωνίας ή πρωϊ μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας».
Η ξανθιά κατουρήθηκε πάνω της : «-"Κλαδεύοντας" ? -Καλέ αυτός ο μούργος ήρθε εδώ χάμω να μας κλαδέψει ! Ωχ, κακό που ‘παθα η έρμη

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Γελάτε ακόμα γκουρούδες ?

Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Να μην αυτοεκπληρωθεί η κατακλείδα του άρθρου μου-φωτιά, του Νοεμβρίου 2008, σχετικά με το μέλλον των αγορών. Το μέλλον είναι ήδη εδώ και είν' αυτό ακριβώς που προέβλεψε ο Swear. Κατά λέξη, ο άτιμος.Ο άνθρωπος που καρπάζωσε αλύπητα τον απατεώνα-σκιτζή Ρουμπίνη, όταν όλοι ακόμη τον προσκυνούσατε με δουλοπρέπεια, ο άνθρωπος που ξεβράκωσε και αποκάλυψε την γελοία αναλύτρια-καρτούν Γουϊτνευ, τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι της κάνατε διακριτικά κομπλιμέντα για τα μπούτια της. Τέτοιοι είστε. Λακέδες και υποταχτικοί, έτοιμοι να σκύψετε τη μέση για μιάς πεντάρας εκτιμήσεις και για ένα ζευγάρι μπούτια με κυτταρίτιδα.
Ο Swear είναι άλλο πράγμα. Όπως μου είπε τις προάλλες και η Τσαρέβνα Apologia, "-έχω γνωρίσει πολλούς καργιόληδες, μα σαν και σένα κανέναν". Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πόσο κόσμο γνωρίζει. Τέλος πάντων. Ναι ναι ναι ναι ναι ναι ναι, O Ενας και Μοναδικός, ο ΕΞΥΠΝΟΤΕΡΟΣ επί Γης. Η ΙΔΙΟΦΥΙΑ. Ένας από τους 7 σοφούς της Αρχαιότητας. Και πολλούς λέω.
Η κινητή εγκυκλοπαίδεια. Ο άνθρωπος που απομνημόνευσε όλον τον «Πάπυρο-Λαρούς-Μπριτάνικα». Ο ΜΟΝΟΣ επί γης που ξέρει τα ΠΑΝΤΑ από οικονομία, έως εάν αυτή που τον έπαιρνε αγρίως από πίσω, στο «Before The Devil Knows You’re Dead” ήταν όντως η Marisa Tomei ή κάποια σωσίας της. -Τί ? -Δεν ξέρετε ΠΟΙΑ είναι η Marisa ? Αγοράστε χρυσό τώρα.
Είμαι ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ. Ο ΠΡΩΤΟΣ. Ο ΑΡΙΣΤΟΣ. Και σας το λέω ΚΑΤΑΜΟΥΤΡΑ. ΚΙΡΙΖΙΑ όλοι. Θυμάστε τις τιμές στόχους που έδωσα, σε ανύποπτο χρόνο. Και μόνο η ΕΥΑΘ, έκανε ένα 100% πάνω και πάρτους όλους κάτω. Σούζα τ' αλογάκι. Κι άλλες, πολλές, μην τις ξαναλέω.
Και θα πείτε, γιατί δεν έγινες καθηγητής πανεπιστημίου ? Ο Swear φυσικά, σαν Ελέφας μονάχος, δεν είχε κανέναν να τον βοηθά. Δεν ήτο ποτέ διπλωμάτης, πλην της περιόδου που υπηρέτησε ως πρόξενος στην Γουαδελούπη, όπου και συνέθεσε το Cantaloope Island, το οποίο εν συνεχεία μου έκλεψε ο Χέρμπι Χάνκοκ και το εμφάνισε ως δικό του (αλλά κι αυτονού του το έκλεψαν οι US3, καλά να του κάνουν). Αν δεν ξέρετε τον Χάνκοκ ή τους US3, μπάτε σε συμβόλαια χρυσού ΡΕ ! O Swear δεν μασούσε τα λόγια του, ούτε και τσίχλες. Τον βλάκα τον έλεγε βλάκα ΚΑΤΑΜΟΥΤΡΑ και το πλήρωνε, καθότι ο βλάκας του έκανε μηνύσεις και αγωγές. Αλλά ο Swear ΠΟΤΕ δεν νέρωσε το ουίσκυ του, άσε που δεν πίνει κιόλας.
Κιρίζια ΟΛΟΙ σας. Σας διαβάζω στο φόρουμ και κοντεύω πιά να πάθω ρήξη σπληνός από τα γέλια. Αυτό πια έπαψε να είναι διασκέδαση, είναι πλέον βλάβη της υγείας μου. Αν συνεχίσετε έτσι, με βλέπω σύντομα στο νοσοκομείο. Κοντοπίθαροι Γκουρούδες της συμφοράς. Σας ξεβράκωσα ΟΛΟΥΣ. Σας ξεφτίλισα ΟΛΟΥΣ. ΑΣΧΕΤΟΙ και άμπαλοι. Σας έχω ΟΛΟΥΣ για πλάκα. Είμαι η ΚΟΡΥΦΗ, παραδεχτείτε το. Είστε ΛΙΓΟΙ σαν μυαλά. Είστε χαμένοι από χέρι. Ιδίως στην μεσαία κεφαλαιοποίηση, ΔΕΝ μπορείτε να τα βάζετε με εγκεφάλους σαν ΚΑΙ ΕΜΕΝΑ. Θα σας πάρω τα σώβρακα και δεν θα το πάρετε και χαμπάρι.
Όπως μου είπε και η Νantia, γνωστή σε πολλούς και σαν Lena Olin των blogs : ."Έχω δει ρε μπαγάσα όλους σχεδόν τους επιχειρηματίες, σε φωτογραφίες σε περιοδικά και εφημερίδες. Κοντομηνά, Κόκκαλη , Μυτιληναίο κτλ.Πολιτικούς σχεδόν όλους. Μα το Θεό , πιό ομορφάντρα από σένα, πιό έξυπνο άτομο , πιό ΣΑΤΑΝΙΚΟ μυαλό δεν έχω ξανασυναντήσει. Είσαι 1 στο 1 δισεκατομμύριο. Σαν νέγρος αλμπίνος, με κόκκινα μαλλιά, ας πούμε. -Πώς τα μυρίζεσαι όλα, μου λες ?Αν δεν είχες αυτή την αλαζονεία , την έπαρση που προκαλεί στο ΜΕΣΟ άνθρωπο απέχθεια , θα ήσουν η κορυφή της Ελλάδας και του κόσμου. Πάλι με πέθανες !".
Καθηγητής ανεπρόκοπος άχρηστος του Πανεπιστημίου δεν έγινα , αλλά λύνω το Μ-16 με τα μάτια κλειστά και πίσω από την πλάτη. Και επίσης πηδούσα περισσότερο, εις μήκος 23 μέτρα, εις ύψος 5 μέτρα και επί κοντώ 10 μέτρα κι ας λένε ότι ο Μπούμπκας είναι πρωταθλητής, για φάπες το έχω το ρωσσάκι.
Μετά από όλα αυτά , ΑΡΘΡΟ ΦΩΤΙΑ για το τί θα γίνει. Ένα άρθρο μόνο , αλλά ΦΩΤΙΑ στα μπατζάκια σας, γιατί κατάλαβα ότι ακόμα ΚΙΡΙΖΙΑ είστε.
Το μυαλό μου βάζει μέσα αδελφές Κανονίδου, τα Τζαβαράκια, διατραπεζική , τον μαύρο το σκύλο τον αράπη, τον ταμ-ταμ-ταμ, Ραχμάνινωφ, Σιμπέλιους, το σουτ βολέ του Έντερ, Γενικό Δείκτη, Κατσέλη αρτοποιήματα, ΜΠΑΙΝΩ στο μυαλό σας, στο μυαλό τους και μετά βλέπω το μέλλον.Ακόμα και εγώ ΑΔΥΝΑΤΩ να το εξηγήσω, το μυαλό του Swear είναι πια ένα φαινόμενο της φύσης.
Γελάτε ακόμα γκουρούδες ??
Ή ταν ή επί τας. Πάει και τελείωσε.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Πες μου, πώς το λύνεις? -Αστυνόμος Σαϊνης

Μαθηματικό Πρόβλημα, για δυνατούς αλήτες :
Ξεκινάει μια ψαροπούλα, απ' το γιαλό. Ταυτόχρονα, ξεκινάει από την Κατερίνη ο Swear, κατευθυνόμενος προς Αθήνα, καβάλα σ' ένα κινέζικο παπάκι Lifan, με καμένη φλάντζα κεφαλής και λειψά λάδια. Το παπί βγάζει και γαμώ τις κάπνες και ο στρόφαλος βροντάει σαν τα βραχιόλια της γερακίνας. Επειδή ο σωφέρ φοβάται μην πάρει τη μπιέλα στο χέρι, πάει αργά, με σταθερή ταχύτητα 17 χλμ ανά ώρα.
Την ίδια ακριβώς στιγμή, έξω από το Jumbo Bebe, ο Usound κλέβει από μια γριά το τρίκυκλο ποδηλατάκι που μόλις αγόρασε η καημένη, δώρο για τον εγγονό της, ηλικίας τεσσάρων ετώνε. Την ώρα που η γριά φωνάζει στους περαστικούς "κλέφτης-κλέφτης!", ο Usound καβαλάει το mini-γκοτζαμάνικο και πλακώνεται στην ορθοπεταλιά, για να ξεφύγει από το λυντσάρισμα. Στη συνέχεια, βγαίνει στην Αττική οδό, περνάει κάτω από τη μπάρα των διοδίων, δίχως φυσικά να πληρώσει και ξεχύνεται προς την Εθνική οδό, με ταχύτητα τριών χιλιομέτρων την ώρα.
Ενώ ο Swear κατεβαίνει την Εθνική, κάπου όξω από τη Λαμία, τον δαγκάνει μια σφήκα στο χέρι. "Γαμώ τον αντίθεό σου, καργιόλα!", βλαστημάει, ενώ μιά νταλίκα που περνάει ξυστά από δίπλα, του πετάει στη μούρη ένα κυβικό λασπόνερα του δρόμου. Ο παλιόπουστας οδηγός του θηρίου, χαμογελάει σαρκαστικά μέσα από τον καθρέπη του, καθώς προσπερνάει το λαβωμένο παπάκι.
Ο Usound αγκομαχάει πάνω στο ποδηλατάκι του, ρίχνοντας κατάρες στον εαυτό του που δεν έμαθε ποτέ ποδήλατο δίχως βοηθητικές. Το λιοπύρι τον καίει άσχημα, ενώ οι πλαστικές ροδίτσες τριζουν παραπονιάρικα πάνω στην τραχιά άσφαλτο. Μια αλογόμυγα, από παρακείμενα χωράφια, τον έχει πάρει στο κατόπι. Κάθε τόσο κολλάει στο σβέρκο του, με αποτέλεσμα ο Usound ν΄ αναγκάζεται να καρπαζώνει τον εαυτό του, για να τη διώξει. Όμως η μύγα ξανάρχεται και ξανάρχεται. Ο Usound έχει ρίξει στο σβέρκο του τόση καρπαζιά, όση δεν έχει φάει ο μεγαλύτερος γκουρού του προηγούμενου ανοδικού κύκλου. Στο τέλος, η μύγα βαριέται και αποχωρεί.
Ερωτάται : Με δεδομένο ότι αυτά όλα ξεκίνησαν ταυτόχρονα στις 10:24 το πρωϊ, τί ώρα θα συναντηθούν και σε ποιό ακριβώς σημείο της Εθνικής Οδού α) Η σφήκα με την αλογόμυγα β) ο Usound με τον Swear γ) η ψαροπούλα με την νταλίκα ?
Tέλος εκφώνησης. Έχετε δύο ώρες, συγκεντρωθείτε και μη μιλάτε μεταξύ σας. Όποιος συλληφθεί ν' αντιγράφει, δεν παθαίνει τίποτα.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Ο Τρελλο- Κουρτ


Στην αρχή ήταν αυτός ο περίεργος ο Ευκλείδης. Πήρε κάτι το απολύτως προφανές, , «από σημείο εκτός δοθείσης ευθείας άγεται μόνο μία παράλληλος προς τη δοθείσα ευθεία», το θεώρησε ως αληθές (όπως κι οι υπόλοιποι βέβαια, λογικό φαινόταν) κι άρχισε απ’ αυτή τη μπούρδα να παραγάγει συμπεράσματα. Θεωρήματα τα ονόμασε για να τους προσδώσει και μια κάποια αίγλη. Αν και τα θεωρήματα διέθεταν ένα κύρος, είχαν κι αυτά αδυναμίες. Φερ’ ειπείν, τους ξέφευγαν κάτι αέρια σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι υπόλοιποι ,αυτά τα δύσοσμα αέρια θα τα έλεγαν πορδές. Κατ’ ευφημισμόν, αυτός τα ονόμασε πορίσματα. Κι έτσι εξαγνίστηκαν οι κλανιές.
Τα πήραν κάτι άλλοι μισότρελλοι με την επιτυχία του Ευκλείδη και φαγώθηκαν να τού κλέψουν τη δόξα. Πρώτος, αυτό το εν δυνάμει κομμούνι ,ο Lobatchevsky. «Θα σου φτιάξω εγώ Γεωμετρία, ρε χαμένε» σκέφτηκε «που θ' αρχίζει ανάποδα και θα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα». Από κοντά κι ένας άλλος κομπλεξικός, ο Ρήμαν και κάτι άλλοι κλακαδόροι. Και τί κατάφεραν? Απέδειξαν τα ίδια ,αρνούμενοι τον Ευκλείδη. Αυτό στην κοινή λογική λέγεται μετάθεση του προβλήματος. «Είναι μέρα σήμερα», έλεγε ο Ευκλείδης. «Όχι ρε, νύχτα είναι»,έλεγαν οι άλλοι. Και κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Πως τη μέρα ακολουθεί η νύχτα και τούμπαλιν. Οι μαθηματικοί το περιγράφουν κάπως έτσι: «επίκληση του Ευκλείδη για ν’ αποδείξουμε το συμβιβαστό ενός συστήματος που αρνείται τον Ευκλείδη». Η γεωμετρία τού βλάκα του Ρήμαν αποδεικνύεται συμβιβαστή, μόνο αν και του Ευκλείδη ήταν συμβιβαστή. Πίπες δηλαδή. Που πας ρε Γερμαναρά να τα βάλεις με τους αρχαίους?
Εκεί κάπου εμφανίζεται κι η Εγγλέζικη πουστιά. Ράσελ, τον λέγανε. «Εδώ κάποιοι τσακώνονται . Κάτσε να βάλω το χεράκι μου», σκέφτηκε σαν καθαρόαιμος Άγγλος.
Κι άρχισε να τους μπλέκει με κάτι παράδοξα ,με κάτι "ποιος κουρεύει τον κουρέα, αν είναι ένας ο κουρέας", με κάτι κλάσεις , κου λου που, κου λου που(ήταν και κλανιάρης αυτός). Κι έτσι κάπως άρχισε ο εμφύλιος. Πέταξε κι η λούγκρα ο Εγγλέζος ένα «δεν λέγεται εμφύλιος, αλλά συμμοριτοπόλεμος» κι έγινε της πουτάνας!
Για να μπει τάξη χρειαζόταν ένας Γερμανός. Και βρέθηκε. Χίλμπερτ, τον έλεγαν.Αυτός πάλι ήταν οπαδός της τελειότητας. Θα έφτιαχνε ένα τέλειο σύστημα. Κάτι σαν την Αρία φυλή των μαθηματικών. Μεγαλομανής δηλαδή. Σαν τον Χίτλερ, ένα πράμα.
Τι σκέφτηκε αυτός ο ημιπαράφρων? «Δεν μπορώ να βρω άκρη με τα κλασσικά μαθηματικά?Κάτσε να φτιάξω ένα άλλο σύστημα». Και το ονόμασε μετα-μαθηματικά. Κάτι σαν τους παπάδες, δηλαδή. «Δεν ξέρετε πώς φτιάχτηκε ο κόσμος? Κάτσε να σας κατασκευάσω ένα Θεό και ξεμπερδέψαμε!» Πού να φανταστεί πως θα τον ξεβράκωνε ένας Αυστριακός! Αυτοί οι Αυστριακοί πάντα δεν τους χώνευαν τους Γερμαναράδες, κατά βάθος..
«Τι μας λες ,ρε παπάρα?», του είπε. «Να χτυπάς τον κώλο σου κάτω, πάντα θα υπάρχουν αριθμητικές αλήθειες που δεν μπορούν ν’ αποδειχθούν». Τσίνησαν οι Χιλμπερτικοί, κάτι πήγαν να μουρμουρίσουν ,αλλά ο τύπος ήταν ψυχρός δολοφόνος. Τους τράβηξε μια ξεγυρισμένη απόδειξη για την αδυναμία απόδειξης και ρούφηξαν τ’ αυγό τους.
Λοιπόν αυτό το τέρας Λογικής το έλεγαν Κουρτ. Κουρτ Γκέντελ. Πολύ τον θαύμαζα. Μέχρι που έμαθα πως τα κακάρωσε αρνούμενος να φάει, γιατί φοβόταν μπας και τον δηλητηριάσουν! Πίστεψα έναν λωλό! Και σάλταρα κι εγώ, μετά απ’ αυτό!

Υ.Γ. Ο Γκέντελ είναι αριστερά στην εικόνα, όρνια!

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

To μπαρμπούτι(alea jacta est)


Ετυμολογία: προέρχεται από την τούρκικη λέξη barbut,που στην εύηχη γλώσσα της γείτονος σημαίνει τυχερό παιγνίδι με ζάρια.

Ιστορική αναδρομή: και βέβαια ξεκινάμε με αρχαία Ελλάδα. Ο Δίας και τα αδέρφια του Άδης και Ποσειδώνας, αφού θριάμβευσαν επί των Τιτάνων μοίρασαν τα βασίλειά τους-κάτω κόσμος, υγρός κόσμος, γη +ουρανός) κατ άλλους με κλήρο ή σύμφωνα με ορισμένες πηγές το ριξαν στο μπαρμπουτάκι.
Πάντως ως εφευρέτης των ζαριών αναφέρεται ο Παλαμήδης( γιος του Ναύπλιου, εξ ου και…).Βασικά επρόκειτο πέρι Κύρου Γρανάζη της αρχαιότητας. Εφηύρε κάποια γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, τα μέτρα και τα σταθμά, ενώ διαίρεσε το έτος σε ώρες και μέρες.
Τα ζάρια τα ανακάλυψε κατά την πολιορκία της Τροίας για να περνάνε ευχάριστα την ώρα τους οι Αχαιοί. Βέβαια αυτό αμφισβητείται μια που σύμφωνα με τον Πλάτωνα ο Παλαμήδης έζησε αμέσως μετά τον άλλο μεγάλο εφευρέτη τον Δαίδαλο. Οι «κύβοι» φαίνεται πως έκανα θραύση ως παιγνίδι. Ο Παλαμήδης προσέφερε την εφεύρεσή του στο ναό της θεάς Τύχης. Ο Αχιλλέας και ο Αίαντας απεικονίζονται σε αγγείο «κυβοπαικτούντες» και μάλιστα αναφέρονται και τα κέρδη των παικτών.
Στην αρχαία Αθήνα το παίγνιο ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο. Υπήρχαν μάλιστα και τα «Κυβεία» ή «Σκιραφεία»(καζίνο/λέσχες της αρχαιότητας σαν να λέμε), δημόσια κέντρα( άλλο ένα χτύπημα στον νεοφιλελευθερισμό) που πήραν το όνομά τους από τον ναό της Σκιράδος Αθηνάς. Πάντως έπαιζαν ζάρια και σε συμπόσια, ενώ φαίνεται πως εκτός από δύο έριχναν και τρία ζάρια σε κάθε ρίψη.
Αεί γαρ ευ πίπτουσι οι του Διός κύβοι, αναφέρει ο Σοφοκλής. Κοινώς ο Ζευς ή έκλεβε ή ήταν μεγάλο φάρδος.
Τα ζάρια ως παιγνίδι ήταν γνωστά και στην Αίγυπτο και στην Ινδία. Δεν θα ασχοληθούμε όμως καθότι πας μη Έλλην βάρβαρος κλπ κλπ…

Λεξικό:
-σκίραφος = ποτήρι όπου τοποθετούνται τα ζάρια για να ανακατευτούν.
-κυβεία (η):παίξιμο των κύβων, ζάρια.
-διάσειστον = ποτήρι με πλατειά βάση. Σ΄ αυτό σείονταν οι κύβοι, που έπρεπε ν΄ ακούγονται για αποφυγή δόλου.
-μπαλαμούτι= η απάτη, η κλεψιά
-τσιμπάω ζάρι=ρίχνω τα ζάρια χωρίς να τα κουνάω

Άσχετο:
Ο Ray Barbuti- αμερικάνος αθλητής-κέρδισε δύο χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς του 1928 στα 400μέτρα και στην σκυταλοδρομία 4x400.
“Mπαρμπούτη” είναι και ελληνικό επίθετο…

Κανόνες: οι παίχτες είναι δύο ή και περισσότεροι. Νικούν οι εξάρες, οι πεντάρες, το έξι-πέντε και οι τριάρες. Χάνουν οι άσσοι, οι δυάρες(ή διπλές),τα ντόρτια και το ασσόδυο. Ο ρίπτων παίζει μέχρι να φέρει μία εκ των παραπάνω ζαριών. Εάν νικήσει καθορίζεται νέο στοίχημα, ενώ αν χάσει τα ζάρι παίρνει ο επόμενος παίκτης.
Τρόπος πονταρίσματος: ο έχων τα ζάρια καθορίζει(«βγαίνει»)με το ανώτερο ποντάρισμα που αυτός επιτρέπει πχ 100. Ο αντίπαλος/οι μπορούν να ποντάρουν όσο θέλουν, από 1 έως 100.Επίσης μπορούν να παίξουν «ότι κάτσει» πχ 60 και θα κερδίσουν/ χάσουν 60 ή να παίξουν σπαστά, δηλαδή 60 αλλά 20 μπρος 40 πίσω. Σε αυτήν την περίπτωση κερδίζουν/χάνουν από απλές ζαριές(έξι πέντε, ασσόδυο) μόνο τα μπρος, δηλαδή τα 20,ενώ κερδίζουν/χάνουν και τα μπρος και τα πίσω(20+40=60)σε διπλές ζαριές(πχ εξάρες, άσσοι κλπ).
Βασικός κανόνας στο μπαρμπούτι είναι ότι μπορεί κανείς να αποχωρήσει όποτε θέλει, χωρίς να υπάρχει η ηθική μομφή του «καραμπίνα».

Προσοχή: το μπαρμπούτι δεν έχει καμία σχέση με το craps.To τελευταίο είναι παιγνίδι με ζάρια που παίζεται στα casinos και ουδεμία σχέση έχει με το τίμιο μπαρμπουτάκι.

Διάσημοι παίχτες: Σωτηρία Μπέλλου, Τάκης Μπίνης, όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά, Σταύρος Νιάρχος. Ο Ωνάσης εδιηγείτο: "Το πολυτιμότερο εργαλείο του Σταύρου είναι το μυαλό του... Αυτός ο παλιοχαρακτήρας που βλέπετε, μπορεί με μια βάρκα να βυθίσει αεροπλανοφόρο! Κάποτε στο Λονδίνο, που έβρεχε με το τουλούμι, έπαιζαν ζάρια στο σπίτι του Λιβανού και ο Νιάρχος ξετίναξε δύο Έλληνες εφοπλιστές. Όταν φεύγανε, διστάζανε να πάνε στα αυτοκίνητα τους, γιατί έβρεχε ραγδαία, οπότε ο σπιτονοικοκύρης τους είπε γελώντας: Ο Σταύρος είναι σε θέση να σας περάσει μέσα στη βροχή, χωρίς ομπρέλα, και να μη σας αγγίξει σταγόνα... Κι όταν φύγανε, ρώτησε το γαμπρό του αν είχε «τσιμπήσει» τα ζάρια κι ο Νιάρχος του απάντησε: Μα τι λες καπετάν Σταύρο, μπορείς να κερδίσεις στο μπαρμπούτι χωρίς μπαλαμούτι;"

Κίτρινος τύπος: εβδομαδιαία εφημερίδα κατήγγειλε δύο βουλευτές(τότε) και δύο γυναίκες υπουργούς ότι την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2008 πέρασαν το βράδυ τους με επιχειρηματίες κυβοπαίζοντας, με πονταρίσματα της τάξεως των 10000-1εκ. ευρώ. Φυσικά δεν πιστεύουμε τίποτα εκ του ρεπορτάζ καθότι οι αναφερόμενοι/ές έχουν μακρόχρονη προσφορά στην πατρίδα και είναι αμέμπτου ηθικής. Παραθέτουμε δε το δημοσίευμα για να καταδειχθεί η κατάντια της ελληνικής δημοσιογραφίας…
http://www.alpha1.gr/older_versions_A1/A1-2008/January/05-01-08/frontpage_articles/f1.html

Ελληνικός κινηματογράφος: στο Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο(Φίνος Φιλμς, 1955, σενάριο σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος) ο Παυλάρας (Β. Αυλωνίτης) είναι βαριά άρρωστος. Ο κολλητός του Πετράκης (Μ.Φωτόπουλος) στην ανάγκη να βρει χρήματα θα πουλήσει την λατέρνα(με την μεγάλη ατάκα: «Κόρη του Παυλάρα είναι, ανηψιά μου δηλαδή!» . Πριν όμως υπάρχει μια σκηνή γεμάτη ελληνικό φιλότιμο…Ο Πετράκης επισκέπτεται λέσχη(;) όπου παίζουν μπαρμπούτι κάτι φίλοι. Ένας εξ αυτών έχει κλέψει λίγο πριν την είσοδο του «Πέτρακα» ένα χαρτονόμισμα, από την κουβέρτα που είναι στρωμένο το παιχνίδι που κανονικά θα το είχε χάσει. Ο Θόδωρος (Νίκος Φέρμας) ζητάει από τον Πετράκη να μάθει τα νέα. Αυτός τους εξηγεί ότι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και δεν υπάρχει σάλιο. Ο Θόδωρος κοιτάει τους παίχτες και διατάζει: Μάγκες ξηλωθείτε! Ο Πέτρακας κάνει να αρνηθεί την προσφορά. Ο Θόδωρος απαντά: «Ο Παυλάρας είναι ασφαλισμένος στο ταμείο το δικό μας!»
Όλοι κάνουν ρεφενέ μαζί και ο παγαπόντης που αφήνει πάνω στην κουβέρτας το κλεμμένο χαρτονόμισμα, για να εισπράξει το χαμόγελο των προ ολίγο κατήγορών του…

Ρεμπέτικα και άλλα


Χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι
άντε μου τη σκάσαν μπαλαμούτι
όλο μπαρμπουτήδες φίλοι
άιντε, στ Αργυρού το μπιτρίνι.

παίζαμε γεμάτο ζάρι
και δεν έπαιρνα χαμπάρι
και μ αφήσανε στον άσο
άιντε κι είμαι αδέλφι μου να σκάσω.

Χάνω μ άσοι τρεις διακόσιες
άιντε και με ντόρτια άλλες τρακοσιες
το ζακέτα βάζω χάμω
άιντε φέρνω δυάρες και το χάνω.

Φέρνω βόλτα και φουμάρω
άιντε ξαναπαίζω και ρεφάρω
τώρα, αδέλφι, ντερβισάκι
άιντε μπαγλαμά και χασισάκι.
ΑΓΝΩΣΤΟΥ


Ρίχνω ζάρια, φέρων άσσοα
άντε με μπλοκάρανε οι μπάτσοι
άιντε ρίχνω ζάρια φέρνω έξαρες
άιντε μας τα φάγανε οι αλανιάρες

Ρίχνω ζάρια φέρνω ντόρτια
άιντε μπρος της γκόμενας την πόρτα
άιντε ρίχνω ζάρια φέρνω εξάρες
άιντε μας τα φάγανε οι αλανιάρες.
Κάθε μέρα στο μπαρμπούτι
μου τη φέρνουν μπαλαμούτι
άντε στο μπαρμπούτι,στο μπαρμπούτι
μου τη φέρνουν μπαλαμούτι.
Αρχινάτε και κουνάτε
και ποτέ μη σταματάτε
άιντε με τα ζάρια στο ασπροκούτι
και αρχινάτε το μπαρμπούτι
ΑΓΝΩΣΤΟΥ



Νίκος Ξυλούρης - Ακούς να λένε στα χωριά

Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.
Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ' αριστερό ψαλτήρι
κι απ' τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.
Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.

Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια, αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.




Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Tεχνικός Αναλυτής Μπούμπης

Mε το Μπούμπη είμαστε φιλαράκια, κάνα χρόνο τώρα. Τυχαία γνωριμία, διόλου τυχαία φιλία. Ήμουν στη Σταδίου, σε μια διάβαση πεζών, όταν με πλησίασε ένας τυφλός : «-Σας παρακαλώ κύριε», μου λέει, «μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε να βρώ το σκύλο μου ; Μου έφυγε απ’ το λουρί. Είν’ ένα λαμπραντόρ μπεζ, κάπου εδώ θα τριγυρνάει. Τον έχω ανάγκη, είναι σκύλος-οδηγός, καταλαβαίνετε…»«Βεβαίως, κύριέ μου», προθυμοποιήθηκα, «τρέχω τώρα να τον βρώ!». Και τον βρήκα. Το ξεδιάντροπο το σκυλί ήταν εκατό μέτρα πιο πάνω, ακριβώς στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη και κατουρούσε προς Ανατολάς, στην κατεύθυνση που έδειχνε ο Γέρος του Μωριά. «Έλα δω ρε μούργο !» του φωνάζω κι αυτός αμέσως κινείται προς το μέρος μου, χαρά γεμάτος.Φοβερή φάτσα αυτός ο σκύλος –αρσενικός ήταν. Μου μπήκαν ιδέες. Βλέπεις, συμβαίνει να έχω ένα θηλυκό λαμπραντόρ, τη Lucy, εξαίρετο δείγμα του είδους, από γονείς πρωταθληταράδες. Έτσι και πήγαινε ποτέ η Lucy σε διαγωνισμό, θα τους παίρναμε και τα σώβρακα, αλλά δεν πήγε, διότι είναι σεμνή. Βάζω το μυαλό μου να δουλέψει : Ζευγαρώνοντας τη Lucy με τούτον εδώ, σε λίγους μήνες θα έχουμε ίσαμε δέκα βιώσιμα κουτάβια, καθαρόαιμα μέχρι τα νύχια, προς πεντακόσια ευρώ το κουτάβι, μας κάνει πέντε χιλιάρικα. Πέντε χιλιάρικα είναι πολλά λεφτά, κι αν υπολογίσεις και τις μελλοντικές γέννες, το ποσό ανεβαίνει. Τέτοια φράγκα, με τα χάλια του χρηματιστηρίου, δεν είναι να τ’ αψηφάς, εκτός αν παίζεις στο ΧΑΑ με λεφτά της Monopoly, οπότε δε σε νοιάζει.Από την άλλη πλευρά, λίγο παρακάτω υπάρχει στημένος ένας τυφλός, που περιμένει το σκύλο του. Στοιχειώδης ηθική υπαγορεύει να επιστρέψω το σκύλο στον ιδιοκτήτη του. Βουτάω το σκύλο απ’ το λουρί και τραβάω γρήγορα κατά το Σύνταγμα. βασιζόμενος στη φιλανθρωπία εκείνων που θα οδηγήσουν τελικά τον τυφλό στον προορισμό του.Το σκύλο τον βάφτισα Μπούμπη, τον πήγα σπίτι, τον τάϊσα και πότισα, τον έπλυνα και μέχρι και γυναίκα του βρήκα, αποβλέποντας στην πλοκή του ειδυλλίου. Μέχρι το βράδυ όμως, από τις τύψεις για την κλοπή του ζώου, η ψυχολογία μου είχε καταντήσει χειρότερη κι από του Ρασκόλνικωφ. Συχνά τα βάζω με τον εαυτό μου, επειδή είμαι τόσο ηθικός. Αυτό είναι ελάττωμα στις μέρες μας. Τέλος πάντων, από την κονκάρδα που είχε ο Μπούμπης στο λαιμό, βρήκα το τηλέφωνο του ιδιοκτήτη και κάλεσα. Μου απάντησε μία κυρία. Της εξήγησα ότι έχω βρεί το λαμπραντόρ και πολύ χάρηκε η καημένη. Λέω «αντιλαμβάνομαι τη χαρά σας κυρία μου, πόσο μάλλον αφού ο τυφλός σύζυγός σας ξαναβρήκε τον οδηγό του»«-Καλέ, ποιός τυφλός ; Ποίος οδηγός ; Καπετάνιος είν’ ο άντρας μου και το σκυλί το είχε για τα κυνήγια του, όταν γυρίζει απ’ τα βαπόρια ! Κάποιος παλιάνθρωπος μας το έκλεψε το σκυλί προ μηνών, μέσ’ από τον κήπο μας. Υπέροχος ο κήπος μας, να έρθετε καμιά μέρα, να δείτε και την πισίνα μας και το μπάρμπεκιου…».Κλείνω αμέσως το τηλέφωνο. Ρέ τον κερατά τον τυφλό, το ‘χε τσουρνέψει το σκυλί ! Και γω τον λυπόμουν κιόλας, τον λωποδύτη ! Ο Μπούμπης με κοιτάει με ύφος λυπημένο. «-Μη στεναχωριέσαι κούκλε μου, εδώ θα κάτσεις, μαζί μου. Σιγά μη σε στείλω στον Καπετάν Φουρτούνα, να σε τραβολογάει για πάπιες στον Έβρο, μέσα στα παγωμένα τα νερά, ν’ αρπάξεις και καμιά πνευμονία».Οι μήνες πέρασαν. Συχνά αναρωτιόμουν πόσο καλός να ήταν άραγε ο Μπούμπης στο κυνήγι. Ως εραστής πάντως ήταν τελείως άχρηστος. Τη Lucy μήτε που τη ζύγωσε ποτέ του, ο μπουνταλάς. Δεν είναι όμως χαραμοφάης. Το ψωμί του το βγάζει και με το παραπάνω. Σύντομα, ανακάλυψα το αλάνθαστο ένστικτό του στην επιλογή μετοχών. Οι προτάσεις του περί αγοραπωλησίας τίτλων είναι εγγυημένες. Ένα άγριο γαύγισμα σημαίνει «πούλα κορόϊδο !», δύο χαρούμενα γαυγίσματα σημαίνουν «ξύπνα κι αγόραζε !». Η σιωπή του σημαίνει διακράτηση. Δοκιμασμένο σύστημα, 100% επιτυχία. Τυχαία τ’ ανακάλυψα, ενόσω κατείχα ακόμη ΕΤΕ, πέρυσι το φθινόπωρο. 47 ευρώ είχε φτάσει η ΕΤΕ. Και δώστου να γαυγίζει ο Μπούμπης. Δεν ξέρω πώς το καταλάβαινε το άτιμο το ζωντανό, αλλά μόλις έβλεπε στο ticker την ΕΤΕ, του σηκωνόταν η τρίχα. Δόντια έδειχνε. Μόλις την ξεφορτώθηκα, αυτομάτως ηρέμησε. Και με άλλες πολλές μετοχές, τα ίδια. Στην ΔΕΗ και στον ΟΤΕ, για παράδειγμα, από τη λύσσα του κόντεψε να φάει κι εμένα τον ίδιο, μέχρι να τις πουλήσω. Στη ΜΙΓ να δείς τί έκανε ! Σωτήρας ο Μπούμπης. Οι υπόλοιποι παλεύουν με θεμελιώδεις αναλύσεις, με συζητήσεις επί συζητήσεων, με εικασίες κι εκτιμήσεις, αλλά εγώ έχω το μυστικό μου όπλο, τον Μπούμπη. Τον ακολουθώ τυφλά. Οδηγός τυφλών είν' ο Μπούμπης, αυτό είναι. Το ‘χε μέσα του.Πριν δυό μέρες, είμαι σε μια καφετέρια στη Γλυφάδα και διαβάζω αθλητικά, χωσίματα στον Κόκκαλη και τέτοια ωραία. Πλάτη μου είναι μια παρέα και οι τύποι συζητούν για σκυλιά. Σε κάποια στιγμή, ο ένας απ’ αυτούς διηγείται : «Ρε παιδιά, ό,τι και να λέτε, τα πιο έξυπνα σκυλιά είναι τα Λαμπραντόρ ! Είχα ένα, άλλο πράγμα. Βρε, σε δυό μήνες μέσα του είχα μάθει Τεχνική Ανάλυση. Στο τέλος, με ξεπέρασε και διάβαζε μόνο του Elliot. Ήθελα να ‘πιανα στα χέρια μου τον αλήτη που μου το έκλεψε, το σκυλί μου !»Γυρίζω, με τρόπο, και βλέπω τον «τυφλό» της οδού Σταδίου.-Μα τι απατεώνες κυκλοφορούν, επιτέλους ;

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Ο σεξιστής


Ο τύπος πάθαινε ένα ανατσουτσούρωμα, μια αναφουρφουρίαση στη θέα ωραίων γυναικών. Κι αντίθετα με μένα, που απ’ το κοτόπουλο τρώω μόνο το μπούτι, εκείνος καταβρόχθιζε όλα τα κομμάτια. Δέχθηκε σφοδρή επίθεση από κάτι ξεγοφιασμένες κλώσσες της εποχής και κάτι θολοκουλτουριαραίους ,που τον είπαν «σεξιστή» .Ήταν όμως?



Τρίτη 10 Μαρτίου 2009

Μίτια και πτελέα




Μου αρέσει αυτό το δέντρο. Για να είμαι ειλικρινής, μου αρέσει ο ίσκιος του. Ένας δροσερός, ξεκούραστος ίσκιος, χαλαρωτικός σα γλυκό νανούρισμα.
Φτελιά το λένε το δέντρο. Στα μέρη μου το λεν και καραγάτσι, μαυρόδεντρο δηλαδή. Πού την είδαν τη μαυρίλα οι Τουρκαλάδες και το βαφτίσαν έτσι, δεν ξέρω. Ίσως επειδή αντέχει πολύ και στην Αλεξάνδρεια το φύτευαν γύρω απ’ τα νεκροταφεία.. Και το λέγανε φτελιάδι ή για να 'μαστε ακριβείς «φτλιάδ’». Εμένα με λένε Μίτια . Το πραγματικό μου όνομα είναι Δημήτρης, αλλά οι συμμαθητές μου με ονοματίσανε έτσι επειδή μ’ αρέσει ο Ντοστογιέφσκι και κυρίως οι Αδελφοί Καραμαζώφ. Μάλιστα, ο ένας αδελφός. Ο Μίτια.
Αλήθεια είναι. Μ’ αρέσει ο Μίτια. Όπως και τα καραγάτσια. Και υπογράφω πολλές φορές ως Μ. Καραγάτσης. Πολλοί μπερδεύονται και νομίζουν πως με λεν Μιχάλη. Αλλά δεν είναι έτσι...
Είμαι στενοχωρημένος σήμερα. Ο πατέρας μου θέλει να με στείλει στη Θεσσαλονίκη να συνεχίσω το σχολειό. Για τιμωρία, μου είπε. Επειδή πλαστογράφησα τον έλεγχό μου. Σκληρός άνθρωπος ο πατέρας μου. Πατρινός, βλέπεις. Και πολιτικός. Άρα, γαϊδούρι.
Επειδή όμως σας γουστάρω, θα σας ενημερώνω τακτικά για την πορεία μου. ...........

Άργησα να σας ξαναγράψω αλλά είμαι καλά. Τώρα ζω στην Αθήνα. Τέλειωσα και τη Νομική όπως ο πατέρας μου. Για να του τη σπάσω που με έλεγε «άχρηστο». Είχα συμφοιτητές και κάτι ωραίους τύπους. Τον Οδ. Ελύτη, τον Αγγ. Τερζάκη και τον Γ. Θεοτοκά. Είχαν κι αυτοί μια πετριά με την λογοτεχνία. Με κοίταγαν ζηλιάρικα όταν έγραψα ένα διήγημα , την «κυρά Νίτσα», και πήρα το τρίτο βραβείο. Σ’ αυτό περιέγραφα την αγάπη μου για μια δασκάλα μου με ωραία μπούτια. Μου δώσαν το βραβείο γιατί όντως τα μπούτια της ήταν μπούτια κι όχι κοκάλες.
Βγάζω το ψωμί μου κάνοντας το νομικό σύμβουλο σε κάτι απατεώνες που πουλάνε φούμαρα στον κοσμάκη. Ασφάλειες, τις λένε. Κι επειδή ο κοσμάκης είναι ανασφαλής, τις αγοράζει. Τις ασφάλειες, όχι την ασφάλειά του. Μ’ αρέσουν κάτι τύποι ξενόφερτοι που έρχονται στην Ελλάδα και προκόβουν. Αλλά το πρόβλημά τους είναι πως ,παρά την προκοπή τους, δεν τα καταφέρνουν να προσαρμοστούν οι απροσάρμοστοι. Τους δίνω και περίεργα ονόματα. Λιάπκιν, Γιούγκερμαν, Χίμαιρα. Ειδικά αυτό το τελευταίο, η Χίμαιρα ντε, πολύ μ’ αρέσει!
Η πολιτική δε μ’ αρέσει. Τη θεωρώ μπαγαποντιά. Και για να το αποδείξω, έβαλα υποψηφιότητα για βουλευτής χωρίς να κάνω προεκλογική εκστρατεία. Και φυσικά δεν βγήκα.
Η Ιστορία όμως μ’ αρέσει. Προσπαθώ να γράψω κάτι ιστορικά έργα αλλά όλο κάτι τυχαίνει και τα παρατώ. Και για ν' απαλλαγώ κάθισα κι έγραψα μια σάτιρα για την Ιστορία, την απομυθοποίησα κι ησύχασα. Τής έβαλα και μια ταμπέλα «Σέργιος και Βάκχος» και την ξεφτίλισα.
Τώρα γράφω το 10. Αλλά έχω πάθει ένα έμφραγμα και μάλλον δε θα ζήσω πολύ. Ελπίζω να προλάβω να το τελειώσω.
Γράφω ό,τι μου 'ρχεται κι όπως μου ’ρχεται. Και δεν διορθώνω τα γραπτά μου. Γι’ αυτό και πολλοί με λένε προχειρογράφο. Αλλά εγώ τους έχω γράψει σ' ένα φάκελλο. Κίτρινο.
Σας το 'πα? Δεν θυμάμαι. Καραγάτση, με λένε. Μίτια, όχι Μιχάλη!