Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Άσπρη μπλούζα


Εισήλθε στο γραφείο χαμηλοβλεπούσα.
-Ξέρετε, μια καθυστέρηση.
-Ευχάριστο.
-Δεν θα το έλεγα.
-Παντρεμένη;
-Βεβαίως.
-Παιδιά;
-Κανένα.
-Ε, τότε;
- Ξέρετε, μπορεί να μην είναι τού συζύγου….
-Συμβαίνουν αυτά..
-Τί θα κάνουμε;
-Μαζί, τίποτα!
-Εννοώ, δεν πρέπει να μάθει κάτι ο σύζυγος.
- Κυρία μου, δεν ήρθατε στο star channel.
-Είναι επικίνδυνο;
-Αυτό το σπορ; Ε, λίγο!
-Εννοώ, η επέμβαση.
-Καμιά φορά.
-Δηλαδή;
-Από διάτρηση μήτρας μέχρι κακάρωμα. Σπανίως, βέβαια!
-Με τρομάζετε!
-Εγώ να δείτε πώς τρομάζω, όταν συμβαίνει!
-Σας συμβαίνει τακτικά;
-Όχι, βέβαια. Αλλιώς το επίθετό μου θα ήταν Αλμπάνης.
-Μα μου είπαν πως δεν είναι τίποτα.
-Και γιατί δεν απευθύνεστε στον κύριο Τίποτα;
-Μια φίλη μου μού το είπε.
-Να τη φέρετε να με βοηθήσει!
-Μη με παρεξηγείτε. Έχω τρομερό άγχος.
-Πάντα έτσι συμβαίνει, αλλά μετά το συμβάν....
-Κι αν συμβεί κάτι;
-Θα το αντιμετωπίσουμε και θα ειδοποιήσουμε κάποιον συγγενή σας.
-Αποκλείεται!
-Να το αντιμετωπίσουμε; Ε, τότε υπολογίστε και τα έξοδα κηδείας.
-Ντροπή! Είναι αντιμετώπιση γιατρού αυτή;
-Κυρία μου, ο γιατρός λείπει σε διακοπές. Εγώ, απλώς βάφω!

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Ομοιότης


Ψηλή, καστανή, σώμα λαμπαδίσιο, μυτούλα Μπαρντώ, Μπριζίτ περικαλώ, χείλια πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο, χωρίς ρίκοκο.
Γκισές, στολή μπλε, της αεροπορίας χρώμα, μαντηλάκι πορτοκαλί στο λαιμουδάκι με το λογότυπο τού καταστήματος, μειδίαμα σαγηνευτικό, φωνή χαδιάρα και καμπανίζουσα.
-Παρακαλώ;
-Η κυρία Χίνη, σε ποιο δωμάτιο;
-Δεν σας άκουσα!
-Αυτό που ακούσατε.
-Σας παρακαλώ!
-Εγώ σας παρακαλώ. Κοιτάξτε το! Γιώτα, ήτα!
Οθόνη, πληκτρολόγιο, κλίκι κλίκι, χαμογελάκι.
-Στο 601.
-Όροφος;
-6ος.
-Ευχαριστώ.
Καρσί απέναντι, ανθοπωλείον «ο καλός Νταβέλης».
-Μια ανθοδέσμη.
-Πώς την θέλετε;
-Με άνθη.
-Να σας φτιάξω μια ανάμικτη;
-Εσείς ξέρετε. Αλλά όχι χωριάτικη. Μου μυρίζει η φέτα.
Χαμογελάκι πάλι, η πωλήτρια σκυλέ και χαμηλοκώλα, θέαμα αποτρόπαιον. Ταχύτης, όμως, εν δακτύλοις, κοτσάνια επτά, άνθη πέντε, χλόη άφθονος, χρίτσι-χρίτσι, τύλιγμα, , ψαλίδι, ξύσιμο τής κορδελίτσας, ανατριχίλα, πέντε στροφιλίκια η κορδελίτσα σα να τη γρατζούνισε ο Μάρλον Μπράντο.
-Ογδόντα.
-Με πρωινό;
Πάλι χαμογελάκι, αυτή τη φορά συγκαταβατικό, κατοστάρι, ρέστα είκοσι, κλίτσι-κλίτσι, χρατς-χρουτς.
-Η απόδειξή σας.
-Τι να την κάνω; Να μου θυμίζει τη βλακεία μου;
Ασανσέρ ευάερον και γκλαμουράτο, μουσική δωματίου, άτομα είκοσι, με δύο τιγκάρισε ,καθόσον εισήλθε και κυρία ευρύχωρος.
-Στον πέμπτο.
-Εγώ στον έκτο.
-Εννοώ, το πατάτε;
-Το πάτησα.
-Μα είναι σβηστό.
-Θα ξώμεινε από μπαταρία.
Αίφνης, μικρός κλυδωνισμός , μικρά μετακίνηση προς τα άνω, επάνοδος στην αρχική θέση, κόκκινο σήμα, «υπερφόρτωση», οι πόρτες ανοίγουν διάπλατα.
-Καλέ, τι έγινε;
-Δε βλέπετε; Παραφορτώθηκε και μουλάρωσε.
-Θα πάρετε το άλλο;
-Αν νομίζετε πως εγώ του είμαι το βάρος, ευχαρίστως.
Εξήλθε, ανεχώρησε με το επόμενον, αφήνοντας τον θάλαμον τής όρκας με χαίνουσας τας θύρας και χάσκουσαν την επιβάτιδα.
Δωμάτιον μονόκλινον, άτομα τριάντα τρία , κουνάκι ένα.
-Καλησπέρα! Να σας ζήσει!
-Ωωωωωωωωω! Ο κύριος Τραμπάκουλας! Το αφεντικό μου στο γραφείο. Να σας συστήσω.
Χαιρετούρες τριάντα δυο, φιλί στη λεχώνα έν, εν παρειά, ερώτηξις.
-Εσείς σε ποιόν λέτε πως μοιάζει;
Προεφασίσθη άγνοιαν, εχαιρέτισε τάχιστα, καθότι «ξέρετε οι δουλειές τρέχουν», κατήλθε την κλίμακα αυτήν ταύτην την φοράν, φοβούμενος νέο συναπάντημα μετά τού θωρηκτού, έκλινε την κεφαλήν στο μανάρι τής ρεσεψιόν, ομοίως και αύτη.
Στο δρόμο ηπόρει. Αυτό το μωράκι, φτυστός ο ίδιος ήταν ή ιδέα του ήταν;

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Ο Μίτια ξαναχτυπά


Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι , με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί.
Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ’ ου κι ο καβγάς – «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
- Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
- Θέλω τσιγάρο.
- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους.
Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπό¬δια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.
Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Η καλή νοικοκυρά.................




Το παρακάτω κείμενο ,δημοσιευμένο το 1955 σε αμερικάνικο περιοδικό, υιοθετείται πλήρως από τη συγγραφική ομάδα τού Αλή:


Οδηγίες προς νοικοκυρές:

Ετοιμαστείτε. Ξαπλώστε 15 λεπτά πριν έρθει σπίτι. Βάλτε λίγο make up και φτιάξτε τα μαλλιά σας ώστε να δείχνετε ανανεωμένες μόλις επιστρέψει. Να θυμάστε ότι (Αυτός) ήταν όλη μέρα μέσα σε ένα σκληρό εργασιακό περιβάλλον .

Να δείχνετε χαρούμενες μόλις τον δείτε.

Να είστε ανάλαφρες μαζί του και να του δείχνετε ενδιαφέρον. Για να τον κάνετε να ξεχαστεί και να χαλαρώσει μετά από την βαρετή και σκληρή του ημέρα, ίσως χρειαστεί να προχωρήσετε σε κάποιο από τα καθήκοντα σας... (το πιάσατε το υπονοούμενο έτσι; )
Να τον ακούτε προσεκτικά. Μπορεί να έχετε πολλά επείγοντα και ενδιαφέροντα πράγματα να του πείτε, αλλά αφήστε τον να μιλήσει πρώτος. Να θυμάστε ότι τα θέματά του είναι πάντα πιο σημαντικά από τα δικά σας!

Μην διαμαρτύρεστε αν δεν έρχεται στην ώρα του για το δείπνο, αν δεν έρθει σπίτι το βράδυ ή αν δεν σας παίρνει για να διασκεδάσετε μαζί . Πρέπει να κατανοήσετε πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του και πόσο άγχος έχει. Χρειάζεται να ξεκουράζεται.
Ο Στόχος σας: Να κάνετε το σπίτι ένα μέρος γαλήνης και τάξης όπου αυτός (ο Ένας και Μοναδικός) θα μπορεί να ανανεώνεται σωματικά και ψυχικά.
Κάντε του το μαξιλαράκι και βγάλτε του τα παπούτσια.

Μην του κάνετε ερωτήσεις σχετικά με τα όσα κάνει και μην αμφισβητείτε την κρίση του. Να θυμάστε, αυτός είναι ο αφέντης του σπιτιού. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να τον αμφισβητείτε.
Μια καλή γυναίκα ξέρει τη θέση της.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Στριπ


Στην αρχή ήταν δυο. Μετά τρεις, και στο τέλος πέντε. Αφού κουβέντιασαν τα επαγγελματικά τους , το γύρισαν στο καλαμπούρι και στα μπυρόνια Κι επειδής τους έκοψε η λόρδα, κατέβασαν καμιά εικοσαριά καραβίδες νούμερο 1, τρία κιλά συναγρίδα, χώρια τις καβουρομάνες, τις ψίχες, δέκα γαύρους ψητούς, πέντε έξη θράψαλα και κάτι άμοιρα βραστά λαχανικά. Ένας μάλιστα πήγε να ρευτεί, αλλά ο ήχος μπερδεύτηκε και βγήκε από την έξοδο κινδύνου στο πίσω μέρος τού οικοδομήματος.
Ο ίδιος έριξε και την ιδέα.
-Ρε, δεν πάμε καμιά τσάρκα;
-Σούρωσες, ρε; Μπουρδελότσαρκα πενηντάρηδων; Θα γελάσουν κι οι τσατσάδες!
-Ουστ, κωθώνια! Κυριλέ πράγματα!
-Ήτοι; ρώτηξε ο Τζάρτζανος της παρέας.
-Στριπ!
-Σόου;
-«Ουάου!», ανεφώνησαν οι λοιποί.
-Ποιος θα μείνει στεγνός;
Μούγκα στη στρούγκα.
-Κλήρος!
Βγήκαν τα σπιρτόξυλα, τράβηξε ο κοντός το πιο κοντό, στραβομουτσούνιασε, αλλά έκατσε στο τιμόνι τής Καγιέν.
-Έτσι και πιεις ,ζουμπά, τη γάμησες!
-Ρε παιδιά, και κοντός και στεγνός;
-Τυχερός είσαι! Θα σου κάτσει η οικολόγα. Φοβερός πάτος!
Άφιξις. Ο παρκαδόρος γουρλώνει τα μάτια νομίζοντας πως το θηρίο κινείται άνευ οδηγού. Κοντοζυγώνει, αντιλαμβάνεται το σφάλμα του και δείχνει με το χέρι.
-Εκεί!
Πόρτες ανοίγουν, οκτώ κανιά ακουμπάνε στο τσιμέντο. Τού οδηγού αργούνε.
-Άντε, ρε!
-Παιδιά, βοήθεια! Φοβάμαι!
-Τι φοβάσαι, ρε; Τις γκόμενες;
-Όχι. Το ύψος!
Τελικά, παίρνει την απόφαση ο κοντός και σαλτάρει από το κάθισμα δίκην πιθηκοειδούς. Ευτυχώς προσγειώνεται όρθιος.
-«Ανήλικοι δεν επιτρέπονται!», πετάγεται ο παρκαδόρος.
-«Ρε άει στο διάολο, καραφλογιεγιέ!», αρπάζεται ο Ρίζος και του κολλάει ένα φτυσμένο δεκάρικο στο κούτελο.
Είσοδος. Μουσική εκκωφαντική, φώτα χαμηλά, πίστα στο κέντρο, μια τσίτσιδη κουλουριάζεται γύρω από ένα σωλήνα, τραπεζάκια γύρω από την πίστα, καναπέδες τεράστιοι στα πλαϊνά.
Ένας ταλαίπωρος ασπρομάλλης πλησιάζει. Ύφος μαιτρ της Μεγάλης Βρετανίας.
-Τέσσερα άτομα;
-«Και μισό!», του τη χώνει ο ζουμπάς.
-Απλό ποτό;
-«Ναι! Πορτοκαλάδα!», του την ξαναμπαίνει ο κοντός.
Ο ρίξας την ιδέα ,και κατά κοινή ομολογία εμπειρότερος, παρεμβαίνει.
-Βάλε μας στους καναπέδες.
-Ξέρετε, εκεί πρέπει ν’ ανοίξετε σαμπάνιες.
-Ε, και;
Στρογγυλοκάθονται οι μεσήλικες, χαλαρώνουν οι λαιμοδέτες.
-Τσάκω ένα μπουκαλάκι μαύρο, ένα χυμό κι ένα σκαμνάκι.
-Σκαμνάκι;
-Δεν βλέπεις που τα πόδια τού Βράνκοβιτς είναι στον αέρα;
-"Μαλάκες, θα φύγω!", τσινάει ο ζουμπάς.
Παγάκια, ποτήρια, ξηροκάρπια, ο χυμός τού «μικρού» και το μπουκαλάκι απλώνονται στο τραπέζι. Ο «μαιτρ» σερβίρει με μεγαλοπρέπεια αρχαίου οινοχόου.
-«Χαρά Θεού!»,αναφωνεί ο σεμνός της παρέας
Μισοτσίτσιδες δίμετρες παρελαύνουν στους διαδρόμους ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την ώριμη μάζωξη. Ο τάπας έχει την τύχη να κάθεται στην άκρη. Μια μαύρη που θα έκανε για σέντερ των Σικάγο Μπουλς στρογγυλοκάθεται δίπλα του. Ο κοντός ζαρώνει σα βρεγμένη γάτα. Η γαζέλα ακάθεκτη προχωράει στην επίθεση.
-Αχ, τί γλυκούλης!
Τα χάχανα σκεπάζουν ακόμη και τη φωνή του Μάικλ Τζάκσον που ξεχύνεται απ’ τα μεγάφωνα.
Ο έμπειρος σηκώνει τη χερούκλα του. Ο «μαιτρ» τσακίζεται.
-Ορίστε!
-Μια σαμπάνια στην κοπέλα.
-Τί σαμπάνια;
-Μάρκα θες; Ντομ Περινιόν!
-Εννοώ πίκολο, μέτρια ή κανονική;
-Κανονική!
Ο συντήρας απορεί.
-Τί σημαίνουν οι κατηγορίες;
-Πίκολο, ένα τέταρτο, μέτρια μισή ώρα, κανονική μία ώρα.
-Και οι τιμές;
-50, 100, 300.
-Φαρμακείο, αδελφάκι μου! Και τί περιλαμβάνει το μενού;
-Κάτσε και θα δεις.
Με την έλευση τής σαμπάνιας ο κοντός χάνεται στην αγκαλιά τής γαζέλας. Ένα χαμόγελο ηδυπαθές διαγράφεται στα χείλη του. Οι λοιποί ξερογλείφονται.
Αίφνης τέσσερις κόμματοι κατευθύνονται με βηματισμό τσολιά στους καναπέδες. Τρυπώνουν ανάμεσα στους μπισμπίκηδες , καβαλώντας τα γόνατα τού άλλου κωλόφαρδου ακριανού.
Σαμπάνιες τέσσερεις, κανονικές περικαλώ, πίτσι πίτσι , γούτσου γούτσου, ζάτσα ζούτσα. Ο ζουμπάς, ξάφνου, θεάται με ανοιχτό πουκάμισο.
-«Κούκλε μου, η γούνα σου!», τον πειράζει ο έμπειρος.
Και να σου οι δεύτερες και να σου οι τρίτες και οι τέταρτες, οι σαμπάνιες ντε, καπάκι τα τέιμπλ ντανς, εξαφανίζονται οι γραβάτες, χάνονται οι ζώνες, τσαλακώνονται τα πουκάμισα, ανακατεύονται τα μαλλιά των εχόντων, αναστεναγμοί ξεφεύγουν κάπου κάπου.
-Λογαριασμό!
-10000.
-Κοντέ, σκάσε το διχίλιαρο!
-Δυο χιλιάδες η πορτοκαλάδα;
-Μαζί με το πασπάτεμα!
Ο κοντός μπροστά, οι τέσσερις από πίσω, οι πόρτες της Καγιέν ξανανοίγουν, ο ζουμπάς ξαναπετυχαίνει το σάλτο κι αρχίζει η διανομή.
-«Μαλάκες, βρωμοκοπάμε πατσουλί!», ανακαλύπτει ο σεμνός. «Κι έχω και κραγιόν στο πουκάμισο!».
«Το νου σας, κωθώνια!», συμβουλεύει ο έμπειρος. «Λέμε την αλήθεια! Μπλέξαμε σ’ ένα κωλάδικο και μας πήρε ο διάολος.. Οι κάργιες πρωί πρωί θ’ αρχίσουν τα τηλεφωνήματα αναμεταξύ τους. Σταθερή γραμμή εμείς, είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω, θυμηθήκαμε τα νιάτα μας και τα τοιαύτα! Ξέρετε!».
-Φρένο, κοντέ!
Κόκκαλο ο κοντός, τα δέντρα μιας πλατείας ποτίζονται μέχρις πνιγμού, επανεπιβίβασις, τέσσερις στάσεις, καληνύχτες.
Ο ζουμπάς δεν μπορεί να αποχωριστεί ένα χαμόγελο ικανοποίησης καθώς κρύβει το χαρτάκι με το τηλέφωνο τής γαζέλας στο ντουλαπάκι τού συνοδηγού.