
Πάει σπίτι ο Νώντας, τονε βλέπει η μάνα του κουρελή και ματωμένο, να κουτσαίνει κιόλας, "-ωχου γιόκα μου, τί έπαθες σπλάχνο μου;", έσκουξε η γριά, μάνα χέσε με και βάλε φαϊ γιατί πεινάω. Το φυσάει και δεν κρυώνει τώρα ο Νώντας, που τον κάνανε ζωντανό στόχο οι μπασκίνες. Το μελετάει από δω, το μελετάει από κει, όλη νύχτα το μελέταγε, στο τέλος βρήκε άκρη, πως θα το χειριζότανε το πράμα. Σηκώνεται την άλλη μέρα -τονε τραβάγανε και τα ράμματα παναθεμάτα- πλένεται, ξουρίζεται, φτιάχνει και τη φαβορίτα, έξι πόντους επί ενάμισυ, βουρτσίζει και το μαλλί -μακρύ ίσαμε τον ώμο, χωρίστρα δεξιά- βάζει και την κοστουμιά του τη μοντέρνα, καμπάνα παντελόνι βυσινί, ζώνη με αγκράφα μπρούτζινη, ίσαμε ένα κιλό θα πήγαινε, σακάκι βελουδένιο καφετί, στενό-μεσάτο, φοράει και το πατούμενο με την τακούνα την εξάποντη κι έτοιμος, γαμπρός. Όλα κι όλα, είναι μοντέρνος ο Νώντας και λεβεντόπαιδο, πεζοναύτης στο στρατό, ένα ογδόντα μπόϊ, ένα ογδόντα έξι με την τακούνα, θεόρατος. Αυτός είναι κι ο λόγος που τονε ζαχαρώνουνε κάμποσες μορφονιές στη γειτονιά, μα ο Νώντας είναι μικρός ακόμα, τώρα δα απολύθηκε από φαντάρος, έχει και Ανωτάτη Εμπορική στη μέση, που λέει ο λόγος, και πρέπει να βοηθάει λίγο και τον πατέρα στο μαγαζί "Χρώματα-Σιδηρικά-Εργαλεία-Στεφανίδης και Υιός", αυτός είναι ο Υιός, ο μονογενής. Γι' αυτό σου λέω, άσε ακόμη καμμιά δεκαετία, κι από γυναίκες, να. Για την ώρα, το σατανικό σχέδιο Νώντα, σε εφαρμογή.
Βήμα Πρώτο : Μπουκάρει ο Νώντας σε είδη καπνιστού, "-θέλω μια καλή πίπα για δώρο", λέει του υπαλλήλου, "-βεβαίως κυριέ μου, ορίστε, αυτή έτσι, αυτή αλλιώς", ετούτη εδώ θέλω, διαλέγει ένα τσιμπούκι σπέσιαλ, από ξύλο κοκομπόλο μεξικάνικο, φιδόξυλο το λένε μου φαίνεται, εκατόν είκοσι δραχμές, ξεφραγκιάστηκε ο Νώντας, αλλά υπάρχει λόγος.
Βήμα δεύτερο : Ταξί ! Μπουμπουλίνας πάμε, στην Ασφάλεια. Στην Ασφάλεια δουλεύει ο ξάδελφος, ο Χρηστάρας, στο εγκληματολογικό, βαλλιστική υπηρεσία. Πάει να μπει στο κτίριο ο Νώντας, "-τί θες εσύ ρε;" τον ρωτάει ο αστυφύλαξ στο φυλάκιο απόξω, "-τον κύριο Στεφανίδη τον Χρήστο, ο ξάδελφός του ο Νώντας είμαι, έτσι να του πείτε". Τον κόβει καχύποπτα το όργανο, "κάτσε δω και μην κουνηθείς ρούπι, να ειδοποιήσω κάτω", ειδοποιεί κάτω, "άντε, τράβα μέσα", του κάνει τελικά τη χάρη το όργανο. Περνάει ο Νώντας, πάει κάτω στα εργαστήρια, "-βρε καλώς τον Νώντα, πώς από 'δω Νώντα μου ;", εξεπλάγη ο ξάδελφος.
"-Ε, περαστικός ήμουνα και λέω, βρε δεν πάω να δω και το ξαδελφάκι μου, που το πεθύμησα ; Και τί σου ΄φερα, να δεις. Έκπληξη. Ένα τσιμπούκι, πρώτο πράμα!"
Βήμα Τέταρτο : Άντε τώρα ν' ανέβεις στο πατάρι, με τον κώλο γεμάτο ράμματα. Ανέβηκε πάντως ο Νώντας και τώρα ψάχνει τις κούτες, να βρεί εκείνη τη διαβολεμένη τη σφεντόνα, που 'χε μικρός. Άσσος στο σημάδι ο Νώντας, άφταστος στη σφεντόνα. Στα εικοσιπέντε μέτρα τον σπούργο, πάρτον κάτω απ' το κλαδί, στα τριάντα τον κότσυφα. Με τη μία, εν ψυχρώ και με τα δυό μάτια ανοιχτά. Πουλί δεν γλίτωνε, έτσι το ΄βαζε μες τη διχάλα ο Νώντας. Νά τη η σφεντόνα, τη βρήκαμε. Λάστιχα καινούργια θέλει μόνο, σιγά το πράμα. Άντε τώρα να κατέβεις απ' το πατάρι, με τον κώλο γεμάτο ράμματα.
Βήμα Πέμπτο : "-Πατέρα, θέλω τ' αμάξι, για αύριο". Καλά, πάρτο, αλλά το νού σου. Πολύ το προσέχει τ΄αμάξι ο πατέρας του, Φίατ 124 σεντάν, του '67, καινούργιο αυτοκίνητο. Οδηγεί ο Νώντας προς Καλλιθέα, από τα χαράματα ήδη, Μενελάου 94, πολυκατοικία, κάτσε να δούμε τα κουδούνια, ορίστε, "Χουσάκος-1ος όροφος", εδώ μένει ο πούστης. Ξαναμπαίνει στο αμάξι ο Νώντας και παραφυλάει την είσοδο της πολυκατοικίας, να δει γκρί στολή να βγαίνει από μέσα. Η σφεντόνα στο κάθισμα δίπλα του, οι βώλοι στην τσέπη. "-Σφαίραν έδωκες, σφαίραν θα λάβεις, καργιόλη Χουσάκο", σκέφτεται ο Νώντας κι ανυπομονεί να βγεί ο μπασκίνας για να του την ανάψει κατακούτελα τη σφεντονιά. Μωρέ, θα σου κάνω εγώ το κεφάλι πασχαλινό αυγό, αλητάμπουρα και να δούμε στο τέλος ποιός από τους δυό μας θα φοράει τα πιό πολλά ράμματα. Όμως, ο Χουσάκος δεν εμφανίζεται. Βρε μπας κι έχει κάνα ρεπό σήμερα ; Ας περιμένουμε ακόμη λίγο. Το λίγο έγινε πολύ και σηκώθηκε ο ήλιος κι όπως ήταν ψόφιος ο Νώντας έγειρε πίσω στο κάθισμα και τον πήρε κανονικά.
Ντουκ-ντουκ, ένα δάκτυλο κοπανάει τώρα το τζάμι του Φίατ, πετάγεται από τον ύπνο ο Νώντας, βλέπει μια μαντάμ πολύ όμορφη απόξω, σκυμμένη προς τη μεριά του οδηγού, να του κάνει νεύμα να κατεβάσει το παράθυρο. Το κατεβάζει ο Νώντας, "-καλέ, σας βλέπω από το μπαλκόνι όλο το πρωϊ, να ξεροσταλιάζετε εδώ μέσα, συνάδελφος του άντρα μου είστε, έτσι, καλά δεν το κατάλαβα ; Αχ, αυτός ο Θόδωρος, πάλι έστειλε να με παρακολουθούν, πάντα καχύποπτος!". Ο Νώντας σε σύγχυση. -Ποιός Θόδωρας, ποιός άντρας σας, τίνος συνάδελφος είμαι ;
"-Καλέ αστυνομικός δεν είστε κι εσείς, της ασφάλειας ; Ελάτε τώρα, δεν υπάρχει λόγος να κρύβεστε, κάθε τόσο μου στέλνει ανθρώπους ο Θόδωρος, από την υπηρεσία, για να ελέγχει τις κινήσεις μου. Ανησυχεί βλέπετε, μην και διολισθήσω". Μωρέ και με το δίκιο του ανησυχεί ο Θόδωρας, βρε τί γκομενάρα είναι ετούτη εδώ πέρα, Θεέ και Κύριε, μεγαλοδύναμε, όταν έχεις έμπνευση, δεν πιάνεσαι.
"-Συγγνώμη", αντιδρά κάποτε ο Νώντας, "-είστε η σύζυγος του κυρίου Χουσάκου ;" "-Ναι, καλέ, αφού το ξέρετε ήδη ! Αχ, παιχνιδιάρης είσθε !" σκάει στα γέλια η μαντάμ. Πιό μελωδικό γέλιο δεν έχει ματακούσει ο Νώντας. Βρε τον Χουσάκο. -Πού να την πέτυχε άραγε αυτήν την κούκλα ; Εικοσπεντάρα την κόβει, καστανή, όλο νάζι και σκέρτσο. Μπλέξιμο όμως. "-Ο αρχιφύλακας που είναι τώρα ;", ρωτάει ο Νώντας. Υπηρεσία είναι, λέει η γυναικάρα. Σε επιφυλακή όλη η Ασφάλεια, τουλάχιστον μέχρι αύριο τα ξημερώματα, χαμός γίνεται στην Αθήνα. Ξαφνικά, ο Νώντας συνειδητοποιεί ότι ο Χουσάκος θα πέρασε το πρωϊ από μπρος του, αλλά αυτός δεν τον αναγνώρισε, επειδή περίμενε να δει αστυνομικό με στολή. Ο Χουσάκος όμως δεν φοράει στολή, είναι ασφαλίτης είπαμε. Τόσο απλό. "-Γαμώτο, πόσο βλάκας μπορεί να είμαι ;", αναλογίζεται. Η μαντάμ αποδεικνύεται και φιλόξενη :"-Λοιπόν, ελάτε πάνω, να σας ετοιμάσω ένα καφεδάκι, δεν είναι σωστό να κάθεστε εδώ. Έτσι κι αλλιώς, σας πήρα είδηση πιά!". Άντε πάλι το μελωδικό γέλιο. -Σίγουρα δεν θα γυρίσει ο Χουσάκος ; "-Σίγουρα καλέ. Αύριο και εάν. Δεν ακούτε τί γίνεται στην Αθήνα ; Εσείς πάντως τη σκαπουλάρατε, για το χατίρι μου". Να πάλι το γέλιο.
Για να μην τα πολυλογούμε, έκτοτε έγινε τακτικός ο Νώντας στη Μενελάου 94. Δώστου φασαρίες στην Αθήνα, δώστου επιφυλακές ο Χουσάκος, δώστου επισκέψεις ο Νώντας, να προπονείται σκληρά στο άλμα εις τριπλούν, μετά της κυρίας Καίτης. Αυτή η δουλειά, πήγε μήνες. Ε, κάποια στιγμή της ξεφούρνισε ο Νώντας της Καίτης, ότι δεν ήταν στ' αλήθεια. ασφαλίτης. "-Δεν πειράζει, ακόμη καλύτερα", είπε αυτή. Για να μην τους πάρουνε μυρωδιά οι τύποι που έστελνε κατά καιρούς ο Χουσάκος να φυλάνε την τιμή του στεφανιού του, όταν το πεδίο ήταν καθαρό η Καίτη σήκωνε τα ρολά της βεράντας, σύνθημα ότι η είσοδος είναι ελεύθερη. Κατεβασμένα ρολά, σήμαινε δρόμο κι έλα πάλι από αύριο Νώντα μου, η σημερινή προπόνηση αναβάλλεται.
Όλα ωραία και καλά, μόνο που ο Χουσάκος είχε αρχίσει να αγριεύει για τα καλά. Ειδικά μετά τον Νοέμβρη, μετά το Πολυτεχνείο, τα νεύρα του είχανε γίνει ατσαλόσυρμα. Σήκωνε και χέρι πιά και την καταχέριαζε την Καιτούλα. Αυτή βέβαια, σαν τη γυναίκα του Χότζα, ήξερε κατά βάθος γιατί τις έτρωγε, αυτός όμως που δεν ήξερε, γιατί τη βάραγε την κοπέλα ; Για πές μου εμένα. Τα μαθαίνει ο Νώντας, γίνεται έξαλλος. Τώρα πιά, ήταν για τα καλά τσιμπημένος με την Καίτη, μα κι αυτή το ίδιο. Κοντεύανε μαζί χρόνο, στο παράνομο. "-Παράτα τον τον αλήτη, χώρισέ τον". Εύκολο ήταν ; Θα την πυροβολούσε σα μοσχάρι, έτσι και άκουγε για διαζύγια.
Καλά. Ένα βραδάκι, είναι από κάτω πάλι ο Νώντας και περιμένει να φύγει ο Χουσάκος, για να μπουκάρει εκείνος. Αλλαγή φρουράς. Τους βλέπει ο Νώντας από τ' αμάξι, τον Χουσάκο να σηκώνει χέρι και να καρπαζώνει άγρια τη μικρή. Σπρώχνει την πόρτα του αμαξιού ο Νώντας, βγαίνει έξω κι ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ. Εδώ είναι ακόμα η σφεντόνα, καλά το θυμόταν. Να κι οι βώλοι, να γυροφέρνουν εκνευριστικά, σε κάθε στροφή του τιμονιού. Κοιτάει τριγύρω, ψυχή. Σηκώνει τη σφεντόνα και βάζει τη μοσχαροκεφαλή του Χουσάκου στο πρωτόγονο τριγωνικό σκόπευτρο. Τραβάει το λάστιχο, βαστάει την ανάσα του. Σβιν, φεύγει η βολίδα με φόρα. Πάρτην κάτω τη τζαμαρία του σαλονιού, την ακούει να γίνεται θρύψαλα. Μέχρι να κατεβάσει τη σφεντόνα ο Νώντας, ο Χουσάκος έχει χαθεί από το καρέ. Πάρτον κάτω κι αυτόν. Στριγγλιές. Αυτή είναι η Καίτη. Μπαίνει στο Φίατ ο Νώντας, βάζει μπρος και συμπλέκει όμορφα την πρώτη, χωρίς βιασύνες και πανικούς. Δρόμο από δω χάμω.
Γενάρης του '74. Ο Χουσάκος είναι στον Ευαγγελισμό, σε κώμα, με βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση, την είχε φάει στην παρεγκεφαλίδα. Πράξις αντεκδικήσεως, προφανέστατα, εκ μέρους αναρχικών στοιχείων, εις βάρος υπαξιωματικού της Αστυνομίας Πόλεων και λοιπά και λοιπά. Να τον βρήκανε άραγε το βώλο ; Να δεις, που θα τον πήγανε στον ξάδελφο, στη βαλλιστική, για εξέταση. Τί να τους πεί δηλαδή κι ο εξάδελφος ; "-Το υάλινον σφαιρίδιον εβλήθη πιθανότατα υπό σφενδόνης" ή κάτι τέτοιο. Ναι, άντε βρείτε άκρη τώρα. Οκτώ μέρες έκατσε ο Χουσάκος στην εντατική και μετά βγήκε. Ή μάλλον δεν βγήκε ακριβώς. Τον βγάλανε, οριζόντιο στο φορείο, σκεπασμένο με σεντόνι.
"-Χέσε το μαλλί ρε Καιτούλα. Εδώ, δε βλέπεις τί έχω πάθει, που δεν βρίσκω πιά κωλομέρι για να στρογγυλοκάτσω σαν άνθρωπος ;"