Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Η Ασπάσω και το κλέος Νο 2


Kουμπάροι ο Αναξαγόρας κι ο Φειδίας. Το έθιμα απαιτούσαν προίκα. Ξεβράκωτη η νύφη, ο Αξίοχος τα είχε κακαρώσει στο μεταξύ και της άφησε κάτι χειρόγραφα Ιώνων φιλοσόφων, οι Σόθμπυς δεν είχαν ανοίξει ακόμη, ο κίνδυνος να γίνει ρεζίλι η νύφη μεγάλος. Πονήρω η Ασπασία, τα έσοδα απ’ τα ιδιαίτερα τα είχε καταχωνιάσει και το ‘παιζε πτωχή πλην τίμια. Τι να κάνουν οι κουμπάροι, στάξανε από δέκα τάλαντα, χοντρά λεφτά τότε, βγήκε στον αφρό η νύφη κι είχαν κι αυτοί το ελεύθερο για τη γενναιοδωρία τους.
Ηγέτης ο γαμπρός, κουκλάρα η νύφη, όλο και υπήρχε κίνηση στο σπίτι. Είχε και τις ανησυχίες του το ζεύγος, τις φιλοσοφικές η Ασπασία, τις πολιτικές ο Περικλάρας, τους άρεσε κι η καλή παρέα κι έτσι στήθηκε ο κύκλος. Ιππόδαμος, Αναξαγόρας, Φειδίας, Σωκράτης, Σοφοκλής, Ηρόδοτος απετέλεσαν τον πυρήνα. Οι τέσσερις πρώτοι είχαν πάρει και μεζέ. Οι άλλοι ήταν στο περίμενε. Κι οργάνωνε τσιμπούσια η Ασπασία και καλούσε όποιους αυτή γούσταρε- από τότε είχαν το ταλέντο οι γυναίκες να φτιάχνουν τον κύκλο που αυτές θέλουν- κι όλοι μαζί συμβούλευαν το Μεγάλο πως θα κάνει την Αθήνα παντοκράτειρα και φανταχτερή.
Έκοβε και τις τσάρκες της στα μαγαζιά η Ασπασία, ψώνιζε κάνα φουστανάκι σινιέ και κάνα πατούμενο μουράτο και πέρναγε ο καιρός ζάχαρη. Ώσπου, όξω από μια βιτρίνα, την περιέλαβε μια Λουκά της εποχής , την πλάκωσε στα μπινελίκια - τι τσούλα, τι τσόκαρο την είπε- και πολύ έκλαψε η Ασπασία για το κακό και τ’ άδικο. Την παρηγόρησε ο Περικλέας, της είπε πως έτσι γίνεται όταν είσαι διασημότητα, της θύμισε και τη σκηνή με τη Μιμή και τη μπούφλα που της έχωσε μια μισότρελλη, παρηγορήθηκε η Ασπάσω, είχε και μια καθυστερησούλα, κάτι λιγωμάρες και ναυτίες, κατάλαβε πως της τον είχε φυτέψει το σπόρο ο ηγέτης και σταμάτησε να χολοσκά για μικροπράγματα, καθότι ανεμένετο τέκνον ξακουστών γονέων και το γεγονός δεν ήταν γι άλλες σκασίλες. Το κακό ήταν πως εκείνη την εποχή είχε προτείνει ο Περικλής ένα νόμο που έλεγε πως Αθηναίοι πολίτες θα λέγονταν μόνο τα παιδιά που είχαν και τους δυο γονείς Αθηναίους κι έτσι το κυοφορούμενο δεν θα έβλεπε ποτέ ψηφοφορία και αξιώματα. Δεν τον έπαιρνε τον Περικλή ν’ αλλάξει το νόμο, σκέφτηκε πως έχει ο Θεός -στο Ελλάντα οι νόμοι αλλάζουν σαν τα πουκάμισα- αγκάλιασε την Ασπάσω, της χάιδεψε την κοιλιά και δάκρυσαν παρέα για την ευτυχία που ερχόταν.
Κι επειδή τα μεγαλεία θέλουνε και μπιχλιμπίδια, ρίχνει την ιδέα ο Φειδίας να χτίσουνε ένα ναό που θα βγάζει μάτια. Και δίκην Μπόμπολα αναλαμβάνει το έργο του Παρθενώνα, παίρνει για βοηθούς τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη και ξεκινούν οι δουλειές. Και πήρε πίσω και με το παραπάνω η κουφάλα ο Φειδίας τα δέκα τάλαντα που ακούμπησε για την προίκα της Ασπάσως. Οι καιροί αλλάζουν, η μίζα είναι όμως διαχρονική.
Έφαγε η μαρμάγκα πολλούς εργάτες στο χτίσιμο. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλες ιδέες. Έχουν και θύματα. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν τότε νόμοι για τα εργατικά ατυχήματα, γιατί το έργο θα τελείωνε του αγίου Σειληνού ανήμερα.
Κι είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Ήρθαν κλαψουρίζοντας κάτι Μιλήσιοι στην Αθήνα ,καρπαζωμένοι απ’ τους Σαμιώτες, να ζητήσουν βοήθεια. Τον τρελαίνει στην κρεβατομουρμούρα η Ασπάσω τον Περικλέα, «τα πατριωτάκια μου είναι καλά παιδιά και δημοκρατικά», την πιάνει κι ένας πονοκέφαλος, τη βγάζει με το χειρογλύκανο ο Περικλέας, τσιμπάει , τραβάει μια εκστρατεία στη Σάμο, καταφέρνει να την κερδίσει , αλλά του έγινε ο κώλος μπουγαδοκόφινο. Σκληρά καρύδια οι Σαμιώτες, του βγάλανε τη γλώσσα έξω να τους λυγίσει. Κι άρχισαν να γκρινιάζουν οι Αθηναίοι πως άλλος γαμεί, άλλος πληρώνει.
Συνεχίζεται..........

6 σχόλια: