
“Θέλουμε τη γλώσσα του λαού με τη γενικότερη και την υψηλότερη σημασία της λέξεως «λαός». Του λαού που πράγματι διαμορφώνει και σ’ εμάς, όπως παντού αλλού, μιαν άκρως εθνική γλώσσα. Κι ο λαός που διαμορφώνει μια τέτοια γλώσσα, όπως διδάσκει η ιστορία και η γλωσσική επιστήμη, είναι πάντοτε ο λαός των πολυανθρώπων κέντρων, των αστικών κέντρων, των μεγάλων πόλεων, όπου βέβαια συζούν και συνεργάζονται τεχνίτες και εργάτες, έμποροι και βιομήχανοι, επιστήμονες και καλλιτέχνες και λογοτέχνες και καθένας απ’ αυτούς συνεισφέρει τον οβολό του στη διαμόρφωση μιας γλώσσας εθνικής”.
Το λαμπρότερο από τα έργα του είναι η "Νεοελληνική σύνταξις" (1928). Το έργο αυτό παρουσίασε στην Ακαδημία ο Γ. Χατζηδάκις με τα εξής λόγια: "Το Συντακτικόν του είναι το πρώτο εις το είδος του. Συντακτικόν πλήρες της Νέας Ελληνικής ουδέ εις προ αυτού επεχείρησε. Δεν δύναται άρα περί αυτού να λεχθεί το παλαιόν λόγιον "έτερος εξ ετέρου σοφός". Και αληθώς μετά πολλής φιλοπονίας και αγάπης συνήγαγε και κατέταξε μεθοδικώς το υλικόν της νέας σύνταξης, ούτω δε κατέστησε δυνατήν την περί αυτής ιστορικήν και επιστημονικήν έρευναν".
Γόνος μια απλής φτωχικής Τυρναβίτικης οικογένειας, κατάφερε χάρη στην μόρφωση και στην οξύτητα του νου του να διακριθεί ως εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα. Το 1886, τελειώνοντας τις βασικές σπουδές στον Τυρνάβο γράφεται στο γυμνάσιο Λάρισας με υποτροφία του Δήμου Τυρνάβου και το 1890 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μιου Αθηνών.
Το 1900 ανακυρύσσεται διδάκτορας του ίδιου Πανεπιστημίου. Διέπρεψε ως εκπαιδευτικός λειτουργός σε σχολεία και σχολαρχεία της Λάρισας και της Αθήνας. Υπήρξε μελετητής της Ελληνικής γλώσσας και εισηγητής του νεοδημοτικισμού. Υποστήριζε την τονική απλοποίηση της γλώσσας μας και στηριζόταν σʼαυτό που σήμερα ονομάζουμε «κοινή καθομιλουμένη». Επέμενε στον όρο μητρική γλώσσα διαχωρίζοντας την από δημοτική. Πρώτος απʼόλους επισήμαινε ότι η χρήση είναι ο κανόνας της γλώσσας κι ότι πρέπει να διδάσκεται η γραμματική της κοινής ομιλουμένης ελληνικής γλώσσας. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του «Η γραμματική δεν έχει προορισμό να θέτει νόμους στη γλώσσα, χρωστά να παρουσιάζει πως μιλούμε. Νομοθέτης είναι ο λαός. Με τη γραμματική δε μαθαίνουμε τη γλώσσα, αλλά μαθαίνουμε για τη γλώσσα».
Αναγνωρίστηκε από αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους ως μεγάλος δάσκαλος της γλώσσας και του έθνους μας. Ο Γιώργος Σεφέρης χαρακτηριστικά ανέφερε: «Στα χρόνια μας πρέπει να μην το ξεχνάμε. Το ζήτημα δεν είναι αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε ελληνική ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας. Αυτή είναι η κατάσταση μας και δε μας μένει καιρός. Χωρίς μια φούχτα ανθρώπους σαν αυτόν, θα μιλούσαμε και θα γράφαμε όλοι μας εσπεράντο».
Ο προοδευτικός χαρακτήρας του έργου του δικαιώθηκε από η γλωσσική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και τις θέσεις του πρεσβεύει σήμερα η γλωσσολογία.
Το έργο του διακρίνεται σε φιλολογικό, γλωσσολογικό, κριτικό και χαρακτηρίζεται από συνθετότητα και επιστημονική αντικειμενικότητα. Σημαντική υπήρξε και η συγγραφική του δραστηριότητα. Τα πιο γνωστά έργα του είναι:
Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Γλώσσας,
Νεοελληνική σύνταξη,
Το γλωσσικό μας πρόβλημα,
Περί της σύγχρονου Θεσσαλικής διαλέκτου.
Πάρτε παράδειγμα εκπαιδευτικού, που ως εκ της θέσεώς του (επιθεωρητής Μέσης εκπαίδευσης), προτείνει επιβράβευση συναδέλφου του:
« …Ο τρίτος, γράφει, υπηρετεί εν τω 8ω ενταύθα γυμνασίω και ονομάζεται Χρίστ. Λαμπράκης. Τον τελευταίον τούτον, συνδυάζοντα σπάνια και εξαιρετικά προσόντα ου μόνον επιστημονικής αρτιότητος, γλωσσομαθείας, παιδαγωγικής ιδιοφυίας και απαραμίλλου διδακτικής δεξιότητος, αλλά προσέτι φυσικά χαρίσματα κοινωνικής παραστάσεως, μετριοφροσύνης, μειλιχιότητος ουχί τυχούσης, συνιστώμεν εξαιρετικώς υπέρ πάντας εις την αξιότιμον Επιτροπήν ως δυνάμενον εάν υποβοηθηθή προς περαιτέρω εν Ευρώπη συμπλήρωσιν των σπουδών του, να χρησιμεύση ως άξιος λόγου παράγων προαγωγής της παρ’ ημίν επιστήμης και της εκπαιδεύσεως εν γένει.» Προς επίρρωσιν της κρίσης του επισυνάπτει την έκθεση του Γυμνασιάρχη του 8ου Γυμνασίου, κ. Παναγιώτη Θεοδωρόπουλου, περί του προσωπικού τού σχολείου το οποίο διευθύνει για το ακαδημαϊκό έτος 1914-15, με ημερομηνία 22 Ιουνίου 1915.
«….Ειδικώς περί εκάστου των μελών των συλλόγων ουδέν έχομεν να προσθέσωμεν εις τα κατά το παρελθόν έτος περί αυτών εκτεθέντα δια της υπ. αριθ. 15 της 12 Ιουλίου 1914 αναφοράς ημών προς το σον Υπουργείον. Μόνον περί του καθηγητού κ. Χρίστου Λαμπράκη το πρώτον εν τω καθ’ ημάς γυμνασίω κατά το λήγον σχολ. έτος αναλαβόντος υπηρεσίαν έχομεν να εκθέσωμεν τα εξής. Ο καθηγητής ούτος από της αρχής του σχολικού έτους ανέλαβεν την διδασκαλίαν των Ελληνικών, Λατινικών και της Ιστορίας του α’ τμήματος της Α’ τάξεως, ην ομαλώς και τακτικώς διεπέρανεν. Η γενική επιστημονική μόρφωσίς του είναι αρίστη, ως εμφαίνεται εκ του διπλώματός του φέροντος αριθμόν «Άριστα», εκ της γλωσσομαθείας του, γιγνώσκοντος καλώς την Γερμανικήν και την Γαλλικήν γλώσσαν, και εκ των διατριβών, ας έχει δημοσιεύση εν περιοδικοίς.
Αλλ’ ό,τι εν αυτώ καθίσταται άξιον θαυμασμού είναι η διδακτική του ικανότης. Μειλίχιος και πράος κατά τον χαρακτήρα, ευγενής και αβρός και ανεπίδεικτος τους τρόπους, ήρεμος και απαθής το ήθος προσελκύει ταχέως την εμπιστοσύνην των μαθητών του και διαπλάσσει ευκόλως το ήθος αυτών. Δεν διδάσκει ρητορικώς και μετ’ επιδείξεως, ως πολλάκις αντελήφθην παρακολουθήσας το μάθημά του, αλλά συνεργάζεται μετά των μαθητών του ων εξεγείρει θερμόν το υπέρ του μαθήματος διαφέρον, συγκρατεί αμετάπτωτον την προσοχήν χωρίς και να καταπονή αυτούς και τους καθιστά αυτενεργούς. Δια τούτο βαθεία και ειλικρινής είναι η προς αυτόν αγάπη και ο σεβασμός των μαθητών του ως ουδείς καθ’ όλον το έτος δι’ απείθειαν ή αταξίαν ετιμωρήθη. Υπήρξαν μεταξύ των μαθητών του και τινες σφόδρα δυσμαθείς και ανεπίδεκτοι κλασικής μορφώσεως, αλλ’ ούτοι δια της αγαθότητος και των πατρικών συμβουλών του επείσθησαν να επιδοθώσιν εις πρακτικόν τι έργον. Αποχωρήσαντες δε του σχολείου δεν απέβαλον και την προς αυτόν αγάπην, αλλά και μετά ταύτα προσήρχοντο ενίοτε εις το γυμνάσιον, ίνα χαιρετίσωσι και ευχαριστήσωσι τον αγαθόν των διδάσκαλον. Αφοσιωμένος ολοψύχως εις το έργον του, απέχων των ιδιαιτέρων παραδόσεων, της λύμης ταύτης των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως, άμεμπτος κοινωνικώς, είναι σπάνιος τύπος διδασκάλου όμοιον του οποίου δεν συνήντησα κατά την εικοσιπενταετή εις πλείστα σχολεία του κράτους υπηρεσίαν μου.
Δια τα προεκτεθέντα πλεονεκτήματα αυτού, τα οποία περιβάλλει υπερβάλλουσα μετριοφροσύνη και σύνεσις είναι αγαπητότατος προς πάντας ανεξαιρέτως τους συναδέλφους του και κόσμημα του γυμνασίου μας. Δια τούτο θεωρώ επιτακτικόν καθήκον να συστήσω τούτον υμίν, κ. επιθεωρητά, ως άριστον πάντων. Ευπειθέστατος….» κλπ. κλπ.
Α, ρε Αχιλλέα! Ευχαριστούμε που μας ξεστράβωσες!