Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

ΛΟΜΠΙ : Το Ξύπνημα των Νεκρών


Κυνηγημένος από τη φήμη του δυναμικότερου market-maker της αγοράς, του ανθρώπου που διευθύνει με μαεστρία το ισχυρότερο εν ενεργεία λόμπι, επιβιβάζομαι γρήγορα στο πλοίο. Από το κατάστρωμα, ατενίζω, για τελευταία ίσως φορά, το λιμάνι του τροπικού Ρίο, του μαγευτικού τόπου που αφήνω πίσω μου, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση μίας ακόμη μεγάλης δουλειάς. Ο πελάτης είδε την πεθαμένη μετοχή του ν’ ανασταίνεται σε χρόνο ρεκόρ κι όσο για μένα, εκτός από τα τεράστια οικονομικά οφέλη που αποκόμισα, γεύτηκα ως το μεδούλι τις φημισμένες νύχτες του Ρίο, τις μαγευτικές παραλίες και τα κοσμικά μπαρ. Αυτή η πολιτεία θα μείνει μέσα μου, για πάντα, σαν μια ονειρική ανάμνηση.Τώρα όμως, πρέπει να την αφήσω πίσω μου, με προορισμό την επόμενη αποστολή. Με καλεί το καθήκον. Μία ακόμη μετοχή-ζόμπι περιμένει τις εξειδικευμένες περιποιήσεις μου. Κι ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας πληρώνει παραπάνω από ικανοποιητικά.


Μ’ αυτές τις σκέψεις, ανεβαίνω ως τη γέφυρα του καραβιού. Ο πλοίαρχος, τελείως απορροφημένος από την μελέτη ενός φύλλου του «Χρηματιστηρίου», δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται καν την παρουσία μου. Ξεροβήχω, μήπως και τον αποσπάσω από τα “in & out”. Σηκώνει το κεφάλι, ξαφνιασμένος στην αρχή, έπειτα αγριεύει : «-Απαγορεύεται η πρόσβαση στη γέφυρα ! -Δεν το ‘χεις ακούσει ποτέ σου ;»
«-Ήθελα απλώς να ρωτήσω εάν θα ‘χουμε καλό ταξίδι», εξηγώ, με απολογητικό ύφος και συμπληρώνω χαμηλόφωνα, πριν προλάβει να με πετάξει έξω : «-Μακριά απ’ τη μετοχή της ΔΕΗ, αυτή την εποχή ! Θα πάθετε ηλεκτροπληξία».
Τώρα, με παρατηρεί καχύποπτα : «-Μπά ! Και πού το ξέρεις εσύ ; Χρηματιστής είσαι ;»
Τον κοιτάζω κατάματα : «-Κάτι τέτοιο. Της δουλειάς πάντως». Είναι φανερό ότι σταδιακά κερδίζω πόντους. Ο καπετάνιος μαλακώνει : «-Η αγορά έχει καταντήσει σαν φτηνιάρικο μπουρδέλο της Μασσαλίας», δηλώνει με ύφος ανθρώπου που κατέχει άριστα το αντικείμενο, αν όχι του χρηματιστηρίου, τουλάχιστον των λιμανίσιων μπουρδέλων . Ήρθε η στιγμή για το δυνατό μου «σερβίς» :
«-Κι όμως : -Υπάρχουν μετοχές που δεν τις πιάνει το μάτι σας και οι οποίες θα δώσουν άφθονο χρήμα -και γρήγορα μάλιστα»
«-Για πες μία !», με προκαλεί. Κατευθείαν στο ψητό. Σκύβω συνομωτικά προς το μέρος του : «Πάρτε μετοχές της ….». Ο ήχος της φωνής μου καλύπτεται από τον δυνατό συριγμό της μπουρούς κάποιου πλοίου που σαλπάρει. Ο κάπταιν πάντως άκουσε τί του είπα. «-Σοβαρά ;», με ρωτάει, με τον θαυμασμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Γνέφω, με σιγουριά : «-Ακούστε με και δεν θα χάσετε. Πραγματικό διαμάντι !»
«-Διαμάντι, έ ;». Στους κερατοειδείς χιτώνες του ζωγραφίζονται δολλάρια, λες κι είναι ο Σκρουτζ Μακ Ντάκ. «Ε, λοιπόν φίλε μου, θα σ’ ακούσω ! Καφέ, να σε κεράσουμε ;». Ξαφνικά έγινα φίλος κι αξίζω και καφέ. Έτσι είμ' εγώ, κοινωνικός τύπος, κάνω εύκολα γνωριμίες. «-Καλύτερα να σας αφήσω στο έργο σας. Πείτε μου μόνον, αν θέλετε, τί ταξίδι θα έχουμε ;»
«-Φουρτούνα βλέπω, θα χορέψουμε λιγάκι. Δεν πιστεύω να φοβάσαι ; Μην ξεχνάς ότι ο Καπετάν-Βρασίδας έχει φάει με το κουτάλι όλους τους ωκεανούς του κόσμου !», κομπάζει ο θαλασσόλυκος, ξεσπώντας σε βροντερά γέλια. Χωρίς να διακρίνω το αστείο του πράγματος, αποχωρώ από τη γέφυρα.


Ήξερα ότι είχα μπροστά μου ένα ταξίδι μαρτυρικό και απέραντο. Και τέτοιο ήταν, πράγματι. Ούτε που κατάλαβα πόσο ακριβώς διήρκεσε, καθώς η ναυτία θόλωνε το μυαλό μου και μου στερούσε την αίσθηση του χρόνου. Μέρες, μήνες, χρόνια ; Κάποτε –ευτυχώς- το βάσανο τελείωσε. Προσπαθώ να το ξεχάσω. Θα θυμάμαι μόνο τη στιγμή που το βαπόρι μπήκε επιτέλους στο λιμάνι και πέταξε τους κάβους στην προβλήτα. Πάτησα στη στεριά ανακουφισμένος.

Λίγο παραπέρα, με περίμενε η αστραφτερή λιμουζίνα του επιχειρηματία, που θα με οδηγούσε απευθείας στην έπαυλή του. Ο σωφέρ έσπευσε να πάρει τις λίγες αποσκευές απ΄ τα χέρια μου «-Πώς σας φάνηκε το ταξίδι ;», ρώτησε φιλικά. «-Χάλια. Ατέλειωτο», απάντησα ξεψυχισμένα. «-Σε λίγο θα έχετε συνέλθει. Ο κύριος Φαράσης σας περιμένει», με καθησύχασε. Το βαρύ αμάξι ξεκίνησε αθόρυβα. Αφήνουμε πίσω μας το Αντίρριο με τα φρικτά φέρρυ-μπώτ κι ακολουθούμε το δρόμο για τη Ναύπακτο, τον τελικό προορισμό μας. Εκεί, στη βίλλα του επιχειρηματία Φαράση, με περιμένει σκληρή δουλειά. Η παλινόρθωση μίας μετοχής δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Από μακριά αντίκρισα την επιβλητική γέφυρα. Ίσως τελικά θα έπρεπε να την είχα προτιμήσει από το φέρρυ-μπωτ. Όπως και να ‘χε το πράγμα, το Ρίο ήταν ακόμη στη σκέψη μου. Κι ας είχε περάσει τόσος καιρός...


Του swearengen



8 σχόλια:

  1. Ρε παιδια,πειτε μου οτιΑΥΤΟ δεν ηταν η αιτια που χασαμε τον swear!Eχει χαθει απο προσωπου γης,απ'τη στιγμη που την ανηρτησα!Φιλε,εισαι καλα???Θα πεθανω απο τυψεις αν επαθες το παραμικρο.Ποιος ξερει να μου πει τι του συνεβη?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Kαλά είμαι. Σχετικά καλά.
    Τη γλίτωσα ΜΟΝΟ μ' ένα σπασμένο μετατάρσιο, τη μέρα που με πάτησες, ελεφαντίνα.

    Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Από κάταγμα σε κάταγμα, αλλά υπάρχουν και χειρότερα.

    Όπως, ας πούμε, αυτό που συμβαίνει στα αμορτισέρ του αυτοκινήτου σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ποιος το χεζει το αυτοκινητο,μωρε?
    Μ'ενα καταγματακι την εβγαλες και το συζητας?Αγιο ειχες,λαμπαδα στο βαρος μου να του αναψεις.Ποσα κιλα με κοβεις,περιπου?Πουλαςτο σπιτι σου,βαζεις κι οσες οικονομιες εχεις και του πας μια απο γνησιο κερι,για να σε φυλαει παντα.Μην σε πιασει τσιγκουνια ομως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Θα ήταν επιπόλαιο εκ μέρους μου, να υπολογίσω το βάρος σου με το μάτι. Καλύτερα να έρθεις μια βόλτα από τη ΣΙΔΕΝΟΡ, να σε βάλω πάνω στην πλάστιγγα, να ξέρω τί μου γίνεται. Για αντίβαρα, λέω να βάλουμε πέντε-έξι containers, γεμάτα εμπόρευμα. Πιστεύω να φτάνουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ποια ματζεστυ να ειναι αυτη αραγε; η γνησια ή ο χακερ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Λοιπόν μάγκες και μαγκίτισσες! Το τινάξαμε το χαλάκι απ' τα μυγάκια ή όχι ακόμη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή