
Κι είναι άσχημο πράμα η γκρίνια. Και μεταδοτική σαν επιδημία. Μη δουν επιτυχημένο οι άνθρωποι, να πέσουν να τον φάνε. Κι άμα δεν μπορείς να βαρέσεις το γάιδαρο, χτυπάς το σαμάρι. Γάιδαρος ο Περικλέας, δεν καταλάβαινε Χριστό, βρήκαν τον κακόμοιρο το Φειδία να καταχεριάσουν. Κι αν έπιανε το κόλπο, θα περιλάμβαναν και τον ηγέτη. Στήσανε, λοιπόν, μια κατηγορία πως τάχα μου ο Φειδάκος τσούρνεψε κάτι κιλά απ’ το χρυσάφι με το οποίο είχε στολίσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. «Κι άντε τώρα ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας», σκέφτηκαν οι κατήγοροι. ‘Τί θα κάνει ο Φείδης; Πώς θ’ αποδείξει πως όλα τα κιλά είναι πάνω στο άγαλμα;». Γάτα ο Περικλέας ,όμως, του είχε πει να κρύψει κάτι χρυσές πλάκες μεσ’ το άγαλμα, σηκώνεται πάνω, «άμα θέλετε ρε, πηγαίνετε να δείτε τις πλάκες, μεσ’ το άγαλμα είναι!», τέζα οι συκοφάντες, ούτε καν τόλμησαν να παν να το ζυγίσουν μπας και γίνουν νούμερα, έπιασε η μπλόφα ,αφρός ο Φειδίας.
Έλα όμως που ο Περίκλας δεν υπολόγισε τη ματαιοδοξία τού φίλου του. Νέα καταγγελία, ο Φειδίας είχε χαράξει πάνω στην ασπίδα της θεάς Αθηνάς τη σκυλόφατσά του, την μακρουλή κεφάλα του Περικλέα και το μουτράκι τής Ασπάσως. Ιεροσυλία! Στη μπουζού ο Φείδης, χωρίς μισόγυμνα μοντέλα, του ήρθε μελαγχολία, κορόμηλο το δάκρυ.
Επόμενος στόχος ο Αναξαγοράκος. «Τι σκατά λέει αυτός; Πως ίσως τ’ άστρα κι ο ουρανός υπακούουν σε κάποιους φυσικούς νόμους και δεν κόβουν βόλτες κατ’ εντολή των θεών; Και πως ο ήλιος δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά φωτιά; Κάτσε να φτιάξουμε ένα νόμο να απαγορεύει τέτοιες μελέτες κι αν μπορεί ας συνεχίσει ο τρελλός επιστήμονας να λέει τις παπαριές του!». Του το σφυράνε του αρχαίου Κοπέρνικου, σκέφτεται αυτός «ρε, εδώ μου την έχουν στημένη!» και την κάνει σαν τον Καραβέλα.
Κι ήρθε κι η σειρά της Ασπάσως που της άρεσαν τα παρτάκια. «Γιατί τόσα τσιμπούσια, κυρά μου; Και καλά, θες να ντερλικώνεις με τους φίλους σου, οι παλλακίδες τί χρειάζονται στις συνεστιάσεις σου; Επειδή αρέσουν στον μερακλή τον Περικλέα οι παρτούζες, εσύ θα κάνεις την τσατσά;».
Και ούιιιι, κυρίες και κύριοι! Νάσου η μαντάμ στο καρεκλάκι.
«Δεν πιστεύει στους θεούς αλλά μελετάει τα φυσικά φαινόμενα, κύριοι δικαστές! Αφήστε , που κάθε τρεις και λίγο μαζεύει τα κοριτσόπουλα στο σπίτι της να γαργαλάνε τα καλαμπαλίκια του Περικλέα και των φίλων του! Έτσι τον κρατάει, με παρτούζες κι αλλαξοκωλιές! Αίσχος!».
Πουτάνα ο Περίκλας, σκέφτεται πως δεν τη βγάζει καθαρή η Ασπάσω με ανταλλαγή επιχειρημάτων, ξέρει πως ο κόσμος τον λατρεύει, σηκώνεται το λοιπόν και τραβάει ένα δακρύβρεχτο λόγο περί αγάπης, λατρείας, ματς-μουτς και τα τοιαύτα, ρίχνει κι ένα δάκρυ στυλ Ξανθόπουλου, τους παίρνουν τα ζουμιά τους δικαστές και τσουπ καθαρή κι αμόλυντος η μανταμίτσα.
Παρεμπιπτόντως, η εξάπλωση των Αθηναίων ενοχλούσε τους Σπαρτιάτες. Τσίγκλησαν, το λεπόν, κάποιες πόλεις που δεν πολυγουστάρανε τους Αθηναίους, τους έταξαν και συμπαράσταση κι άρχισαν τα όργανα. Βγάζει ένα διάταγμα ο Περικλάρας περί απαγόρευσης εισόδου των Μεγαρέων στην Αθήνα, τα παίρνουν στην κράνα οι άλλοι και να το πατιρντί. Βρίσκει ευκαιρία το πειραχτήρι ο Αριστοφάνης, στήνει μια ιστορία πως τάχα μου δυο Αθηναίοι απήγαγαν την καλύτερη πουτάνα των Μεγάρων ,τη Σιμήθα, η οποία έκανε και λεσβιακό σόου, και πως σ’ αντεκδίκηση οι Μεγαρείς απήγαγαν δυο πουτανάκια της Ασπάσως. Και πως η Ασπάσω, πολύ κακοκαρδίστηκε και έβαλε λόγια του Περικλέα να καρπαζώσει τους Μεγαρείς. Και πως έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος, ο Πελοποννησιακός. Πυρ, γυνή και θάλασσα τα τρία κακά της ανθρωπότητας και κακώς κατηγορήθηκε η Εύα για το ένα απ’ αυτά, καθότι η Ασπάσω ήταν μεγαλύτερη καργιόλα.
Έπεσε, όμως, λοιμός, ξεκληρίστηκε η Αθήνα, τα κακάρωσαν κι οι δυο γιοι τού Περικλέα απ’ την πρώτη του γυναίκα, δεν είχε προλάβει να στήσει Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ο Περικλέας, κόλλησε κι αυτός την ίωση και πήγε να κοιτάξει τα ραδίκια απ’ τη ρίζα.
Κι έπεσε σε λύπη βαριά η μανδάμ, αλλά στις εννιά τού μακαρίτη άλλος μπήκε μεσ’ το σπίτι. Λυσικλή τον λέγανε, πρόβατα έβοσκε, τον περιέλαβε όμως η τσουράπω και σε εννιά μήνες τον έκανε να βγάζει κάτι λόγους στην Αγορά ν’ ακούει η μάνα και τού παιδιού να μη λέει. Κι έγινε ηγέτης της Αθήνας ο Λυσικλέας κι ικανοποιήθηκε κι η μαντάμ που απέδειξε πως ήξερε να φτιάχνει άντρες. Για τα πρόβατα τού Λυσικλέα δεν αναφέρει κάτι η Ιστορία, αλλά από κάτι φήμες συνάγεται το συμπέρασμα πως γίνανε μεζεδάκια για τις συνεστιάσεις τής Ασπάσως, καθότι η ψυχή βγαίνει, το χούι δεν βγαίνει……………