Εγώ βέβαια, την είχα ξαναδεί την «Αλίκη στο Ναυτικό», από πέρσι το χειμώνα, τότε που πρωτοβγήκε και κάνανε ο κόσμος ουρές ατέλειωτες έξω απ’ τους σινεμάδες, καθότι παίζανε η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ, χώρια που ήτανε και το πρώτο χρωματιστό έργο του Φίνου, να φχαριστιέται το μάτι σου τεχνικολόρ, που λένε. Μάλιστα κύριε, βγάζουμε πια κι εμείς ταινίες έγχρωμες, το περίμενες ποτέ σου αυτό ; Τόσο πολύ μ’ άρεσε η "Αλίκη", που ξαναπήγα, δυό και τρείς και τέσσερις φορές, μπορεί και παραπάνω, άλλες μόνος μου, άλλες με παρέα, αναλόγως την περίσταση, ώσπου στο τέλος έμαθα απόξω όλα τα τραγούδια και τα σιγοσφύριζα, μα κι αρκετές ατάκες, όπως εκεί που λέει ο Κωνσταντάρας «-πολλά φουστάνια βρε παιδιά, πολλά φουστάνια, τί διάολο, εδώ είναι αντιτορπιλικό, δεν είναι το Λύκειο των Ελληνίδων». Μεγάλη πλάκα. Μα πιό πολύ γελάω μ’ εκείνον τον μυταρά, τον Μαλούχο, που μόνο τη φάτσα του να δω, μ’ ακούει όλος ο σινεμάς από το ξεκάρδισμα, ειδικά εκεί που περιγράφει στον Παπαμιχαήλ το γκομενάκι, την Καίτη τη Λαμπροπούλου, που τη συνάντησε κάτω απ’ το Ρολόϊ, στο Πασαλιμάνι. «Κώστα, αυτή δεν ήταν ξανθιά, ήτανε μελαχρινή. Κώστα, ήταν και παχουλούλα. Κώστα, ήταν και κοντή». Όταν το λέει αυτό, δεν κρατιέμαι, μου κόβεται η ανάσα από το χάχανο και γίνομαι ρεζίλι.
Μ’ αρέσει πολύ ο σινεμάς, είν’ η αλήθεια. Δηλαδή κι η μπάλα μ’ αρέσει, να πηγαίνουμε όλ’ η παρέα στο Καραϊσκάκη, να τρώμε πασατέμπους και να χαζεύουμε τον Μπέμπη, τον Σιδέρη, τον Ρωσσίδη και τους άλλους μπαλαδόρους, αν και με πιάνουν τα διαόλια μου, που μας το παίρνει το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός, τρία χρόνια τώρα. Δε βαριέσαι όμως, εδώ πέρσι κερδίσαμε κοτζάμ Σάντος του Πελέ κι αυτό μου φτάνει. Έλεγα λοιπόν, ότι πιότερο ακόμα κι απ’ τη μπάλα, εγώ κάνω κέφι τον κινηματόγραφο. Και ξένα βλέπω βέβαια, πιό πολύ τ΄αστυνομικά και τα πολεμικά. Μου άρεσε πολύ κι ο Τζέμης Μποντ εναντίον Δόχτωρ Νο, που είδα εφέτος, φοβερός, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Όμως, όπως και να το κάνεις, τα ελληνικά έχουν άλλη χάρη. Προτιμάω τις κωμωδίες, αλλά και δραματικά βλέπω -φτάνει να ΄χουν καλό τέλος, όχι όπως αυτός ο "Δράκος" ή η "Στέλλα", που στο φινάλε τα κάνουν θάλασσα και βαλαντώνουνε στο κλάμα οι γυναίκες, στην πλατεία. Δεν τα μπορώ τα κλάματα, αρρωσταίνω, μα την Παναγία. Τέλοσπάντο, εγώ δυό φορές το μήνα, ο κόσμος να χαλάσει, θα το πάω το σινεμά μου. Κι όπως είπα, αν τύχει να ΄ναι πολύ καλή η υπόθεση, θα πάω κι άλλη φορά, να το ξαναδώ το ίδιο έργο και καρφάκι δε μου καίγεται που ξέρω το τέλος από πρίν. Βεβαια, όπως λέει κι η παροιμία, το πολύ το κύριε ελέησον, το βαριέται κι ο παπάς.
Γι’ αυτό και προχτές που μου ΄πε ο Θανάσης να πάμε να δούμε την «Αλίκη στο Ναυτικό» -όλ’ η Ελλάδα έχει πάει, αυτός τώρα το θυμήθηκε- τον αποπήρα. -Άσε ρε Θανασάκη, πού να τρέχουμε τώρα, το ‘χω δει εξάλλου είκοσιεφτά φορές, χώρια που δε μ’ αρέσει κι η Βουγιουκλάκη. «-Μα πώς γίνεται να μη σ’ αρέσει η Βουγιουκλάκη, σ’ όλους αρέσει η Βουγιουκλάκη, μέχρι και στον Διάδοχο αρέσει η Βουγιουκλάκη». -Ας αρέσει και στον Κέννεντυ, εμένα μια φορά δε μ΄αρέσει, είναι κάπως –πώς να στο πώ ;- παχουλούλα, που λέει κι ο Μαλούχος. Κοντοφάρδουλη, πιό σωστά. Σα να ξίνισε κάπως ο Θανάσης. «-Και ποιά σ’ αρέσει εσένα, για να ‘χουμε καλό ρώτημα ;». Αυτός τώρα θα περίμενε να του πώ την Καρέζη ή ακόμα εκείνην την ξανθιά, τη σταρελλάς, τη Λάσκαρη, που παίζει στα δραματικά, στον "Κατήφορο" και στο άλλο, με τους τεντυμποήδες -πανάθεμά τα τα κωλόπαιδα- μα εγώ του την έφερα του Θανασάκη, για τα καλά. -Η Μελίνα ρε μ΄αρέσει και η Λίλη Παπαγιάννη, ναι κι αυτή. Και καλά τη Μελίνα, εκεί το βούλωσε, αλλά την Παπαγιάννη ούτε που την ήξερε. -Έλα μωρέ, η Παπαγιάννη, εκείνη η μελαχροινή που έκανε την κακιά, στο «Ταξίδι», με τον Κούρκουλο και τη Βουγιουκλάκη. Ορίστε, τη θυμήθηκε, πάλι καλά. «-Αυτήν βρήκες καημένε να σ’ αρέσει ; Μα αυτή είναι κομπάρσα !». -Μωρέ, ας είναι ό,τι θέλει. -Ενοχλάει κανέναν ; Εμένα αυτή μ’ αρέσει. Κι η Μελίνα, βέβαια. Άειντε, κι η Μαίρη η Χρονοπούλου, η καστανή που έπαιζε τη Μαίρη, στο "Στουρνάρα 288", με τον Μακρή. Αυτές οι τρείς και τέρμα.
Ο Θανάσης το βιολί του, ξαναγύρισε την κουβέντα στην Αλίκη : «-Τέλος πάντων, γούστα είν’ αυτά, πάλι καλά που δε σ’ αρέσει κι η Σμάρω Στεφανίδου. Λέγε τώρα, θα πάμε στην Αλίκη ; Έλα, θα είναι κι η Όλγα». -Η Όλγα ; Αμάν, το ντέρτι μου. Η Ολγάρα, η ψηλοκάπουλη, με τον μαύρο της τον κότσο κι αυτά τα μάτια, που με κάνουν ένα με την άσφαλτο. Κάνα εξάμηνο τώρα τη βλεφαριάζω, μα ευκαιρία δεν έχω βρεί να τη διπλαρώσω. Μ’ έχουνε φάει και τα ταξίδια βλέπεις, όλο λείπω. Το λοιπόν, αφού θα είναι κι αυτή, αλλάζει το πράμα. -Αμέ, να πάμε ρε Θανάση στην Αλίκη, γιατί να μην πάμε ; -Τί δηλαδή να το ΄χω δει εικοσιεφτά φορές το έργο, τί εικοσιοχτώ, το ίδιο κάνει. Έτσι μαζευτήκαμε στο «Άστρον», στην Αμφιάλη -ωραίος σινεμάς, ταράτσα- έξι άτομα παρέα, με τα ναυτικά εγώ, η Όλγα μια κουκλάρα, όπως πάντα, έκανα να βγάλω λεφτά για τα εισιτήρια, «-άστο ρε», με κόβει ο Θανάσης, «εσύ είσαι ναύτης τώρα, κάτσε πρώτα ν’ απολυθείς και μετά». Εντάξει. Κόψαμε -δηλαδή ο Θανάσης- τα εισιτήρια, το δικό μου μισό-στρατιωτικό και μπουκάραμε. Το νού μου εγώ, σαν τον αητό, πού θα καθότανε η Όλγα, για να θρονιαστώ δίπλα της, όμως με πρόλαβε ο Θανάσης, με πιάνει από το μπράτσο, «-στάκα και μη βιάζεσαι», μου λέει, «βγαίνει από βδομάδες μ’ έναν πυροσβέστη, τώρα το ‘μαθα κι εγώ, η Ανθή μου το ξεφούρνισε». Η καταστροφή του Δράμαλη. Μου πέσανε τ’ αφτιά και διόλου κέφι δεν έκανα πιά, ούτε για το έργο ούτε για τίποτα, μόνο έκατσα βουρλισμένος και μουρτζούφλης στην άκρη, ν’ ακούω πάλι τον Κωνσταντάρα να παραπονιέται για τα πολλά φουστάνια. Ναι, πολλά φουστάνια, άντε να μη σου πω κι εσένανε καμμιά κουβέντα , στραβούλιακα. Τέλειωσε κάποτε η παράσταση, «-άντε καληνύχτα παιδιά, Θανάση φχαριστώ για το εισιτήριο, εγώ πρέπει να πηγαίνω γιατί ταξιδεύω αύριο, είμαστε σκοπούν, καληνύχτα Όλγα, χάρηκα». Άντε κατούρα μας, καημένη, είπα από μέσα μου.
Να ‘μουνα λέει κι εγώ Δόκιμος, σαν τον Παπαμιχαήλ, να μπάζω στο καράβι όποιανε γούσταρα, να τηνε κρύβω στη λέμβο και μετά να κάνουμε χαβαλέ με τους υπόλοιπους, να χορεύουμε και να τραγουδάμε αυτά τα ωραία, του Χατζηδάκι, στο υπόφραγμα. Όμως, δεν είμαι Δόκιμος, ναύτης πυροβολητής είμαι -που να με πάρει- κι υπηρετώ θητεία στη «Λόγχη», στην αντιτορπίλα, είκοσι μήνες τώρα, να με τρώει η αλμύρα, όπως την άβαφτη τη λαμαρίνα και να κουφαίνομαι λίγο λίγο, γεμιστής στ’ αριστερό δίδυμο των τριών ιντσών, χώρια το ματσακόνι και το μπογιάτισμα –που κανονικά είναι δουλειά αρμενιστή κι όχι των πυροβολητών, αλλά τέλος πάντων. Έχω πάντως να το λέω, πώς ολ’ αυτά τα δοκιμάκια που γυροφέρναν την Αλίκη, μπάζα δεν θα πιάνανε μπροστά μου, από ηθικόν ακμαιότατον θες, από φρόνημα θες, από παράστημα θες ; Κι όσο για τη φορεσιά, κανονικά θα έπρεπε να με κατεβάζουνε κάθε μέρα με κούρσα ίσαμε τη Σχολή τους, στην Πειραϊκή, να με μοστράρουνε για δείγμα στα δοκίμια και να τους λένε «-να ρε στραβάδια, πώς πρέπει να ‘ναι κανονικά η ναυτική στολή, καμαρώστε τον». Παντελόνι, πέντε τσακίσεις λεπίδια, μπελαμάνα σμόκιν σκέτο, μαντήλι πατημένο με την κόλλα, φανέλα και λυκαδούρα ξασπρισμένες στη χλωρίνη, κολαρίνα να τα χάνεις, άρβυλα καθρέφτες, γυαλισμένα μέχρι και τα βάρδουλα –και χωρίς να τα σκουπίζω σαν τον λεχρίτη πίσω στα μπατζάκια, όπως κάνουν πολλοί. Γι’ αυτό και όλοι στο καράβι με φωνάζουνε «Ναυτάρα» -αυτό είν’ το παρατσούκλι μου- επειδή είμαι πάντα τσίλικος, σαν για ορκωμοσία, μισό δάχτυλο μαλλί και ξουρισμένος διπλή κόντρα, να χαζεύουνε στις επιθεωρήσεις τα πιλάφια και να μην προλαβαίνω να μαζεύω τα «εύγε παιδί μου, εύγε σου» και να με χώνουνε πρώτο πρώτο στ’ αγήματα. Μα το μεγάλο μου καμάρι, είναι ο φιόγκος της κορδέλας στον πηλίσκο, χελιδονοουρά κανονική, εγγλέζικια, όχι σαν τους κόμπους της συμφοράς, των αλλωνών ναυταίων, μα όπως ακριβώς των δοκίμων στις παρελάσεις, που μού ‘μαθε ο μπάρμπας μου να δένω και να τον κοκαλώνω με ζαχαρόνερο, για να στέκει. Και τονε φτιάχνω ολομόναχος τον φιόγκο, ενώ τα δοκίμια έχουν υπηρέτες γι’ αυτή τη δουλειά. –Σάμπως και ξέρουνε, νομίζεις, να δέσουν φιόγκο από μόνα τους ; Να καταχωνιάζουνε όμως ξανθιές στ’ αντιτορπιλικά, ξέρουνε, τύφλα τους.
Εις τάξιν απάρσεως απ’ τ’ αξημέρωτα, βιράραμε τους μουσκεμένους κάβους και πιάσαμε να ξεμυτίζουμε απ’ το Ναύσταθμο, γλιστρώντας στο νερό, με το πηδάλιο αριστερά και με τις χάλκινες σφυρίχτρες πάνω στα δεμένα τα πλεούμενα τριγύρω, να κελαηδάνε ακινησίες, μες στην πάχνη, σαν σε συναυλία, από γέφυρες και κλίμακες, για να στέκουν σούζα άπαντες, στα υπόλοιπα καταστρώματα. Γειά και χαρά σας κι ώρα καλή στην πλώρη μας. Που σκορδοκαϊλα σας, δηλαδή, έννοια σας και το ξέρουμε. Εμείς σαλπάρουμε κι σεις αράζετε στους ντόκους, να χαζεύετε τα ποντίκια στο μουράγιο, μα θα ΄ρθει κι η σειρά σας, αργόσχολοι. Νάτα τα πουλάκια μου, κοιμούνται όλα στη σειρά, παραβολισμένα, «Ασπίς», «Βέλος» – η «Σφενδόνη» λείπει, κάπου θα βολοδέρνει κι αυτή- και πιο πέρα οι σκυλοπνίχτες, τα Θηρία, «Λέων», «Ιέραξ», «Αετός» και «Πάνθηρ», να ξεμακραίνουνε σιγά σιγά κι αυτά, όπως τ’ αφήνουμε ξοπίσω μας.
Είν’ όμορφο το καράβι μας, το καμάρι του Στόλου, εδώ μέσα έπρεπε να ΄χε κρυφτεί κανονικά η Αλίκη για να γυρίσουνε την ταινία της κι όχι στο ψοφίμι τον «Αετό». Καινούργιο πλοίο, ούτε δυό χρόνια που το πήραμε, Φλέτσερ διφούγαρο, αβύθιστο σκαρί, ίσαμε και είκοσι μέτρα μακρύτερο από του «Αετού», τέσσερα κανόνια πεντάρια, πολύ ζημιάρικα – ο «Αετός» δεν έχει τέτοια- κι όσο για την ταχύτητα, έτσι και πάρουνε τις πρέπουσες στροφές οι προπέλες μας, θα μας κιαλάρει ο «Αετός», από μίλια πίσω, ο καψερός. Αλλ’ απ’ την άλλη, πιο καλά που τρύπωσε στον «Αετό» η Αλίκη κι όχι εδώ μέσα, γιατί εμείς είμαστε αντιτορπιλικό αντρίκιο κι όχι το Λύκειο Ελληνίδων, που λέει κι ο Κωνσταντάρας.
Άειντε, σηκώσανε τώρα κι οι σηματωροί μας στον ιστό την κίτρινη παντιέρα, με τον κόκκινο σταυρό, να μαρτυράει στους θαλασσινούς πως του λόγου μας είμαστε το πλοίο το σκοπούν, σα να λέμε οι γκιουλέκες του Αιγαίου και το νού σας όλοι -και πρώτα εσύ Τούρκο- άμα θέτε να τα πάμε καλά. Να μη γυρίσω καταπάνω σας το δίδυμο και σας γαμήσω το μουνί που σας πέταγε, κερατάδες, μεμέτηδες, να τρώνε τα κουφάρια σας τα ψάρια, για ένα μήνα, να χορτάσουνε τουρκιά. Σκοπόσημο τη λένε δαύτη τη σημαία, μα κάτι ναυταίοι βλάστημοι τη φωνάζουνε γαμόσταυρο, επειδή έτσι και κάνει και σηκωθεί, πα’ να πει πως θα περάσει κάμποσος καιρός μέχρι να ξαναδείς την Κούλουρη και πως θα σε φάει μες το βαπόρι η ζέστα, η βρώμα, η δυσωδία κι η αξουρισιά.
Σουρουπώνει πια και πλέουμε μεσοπέλαγα, κάλμα η θάλασσα, μπουνάτσα, να κόβουμε βόλτες, ανοιχτά της Εύβοιας, ίσαμε την Αλόννησο, στροφή προς Άη-Στράτη, κάτω μετά, προς Ικαριά κι όλο ξανά τον γύρο, σαν το τράμ, το «4», Περαία-Πέραμα. Που και που, οι τσιμινιέρες ξεκαπνίζουν τα σωθικά τους από πάνω μας, μικρά καρβουνάκια, ουρανοκατέβατα, να μουτζουρώνουν την κουβέρτα και τα μούτρα μας. Στεκόμαστε στο μεσόστεγο, αμίλητοι, ακουμπισμένοι στα βρεγμένα ρέλια, παρέα με τον Γαλάνη, τον χοντρό, που τον φωνάζουμε «μπαλότσα» και με τον πυροβολητή, τον Γεωργά, τον βλάχο, να μασουλάει κάτι λαδοριγανισμένες φέτες, που του ‘φτιαξε ο μάγερας, παραγγελιά. Το μαλλί του φουκαρά του βλάχου είναι ακόμα γκρίζο, από το τσιμέντο ταχείας πήξεως που του ρίξανε για καψόνι κάτι ξύπνιοι, την ώρα που μπανιαριζότανε, εν όρμω. Έχει και πολλά καλά παιδιά στο καράβι, αλλά έχει και κάτι κακούς μπαστάρδους, ναύτες παλιούς, σειρά μου και πιο μπροστά ακόμα, που το ‘χουνε για χωρατό να βασανίζουνε τους άλλους, με καμώματα επικίνδυνα πολλές φορές. Κλεφταράδες, χασικλήδες, ρουφιάνοι, μπορεί και νταβατζήδες και μαχαιροβγάλτες μερικοί, λουλούδια σκέτα, κάθε καρυδιάς καρύδι. Γι αυτό, όπως κι άλλοι, έχω κι εγώ ένα κοντό λοστάρι στην καβάτζα δίπλα στην κουκέτα μου, για την κακιά την ώρα, αφού μ’ αυτούς τους διαβόλους, ποτέ δεν ξέρεις. Θα κάνει βδομάδες, όπως φαίνεται, να φύγει το τσιμέντο απ’ το κεφάλι του βλάχου, ωστόσο αυτός, μεγαλωμένος σε στάνη, κριάρι κανονικό, είν’ αναίσθητος και δε δίνει φράγκο για τέτοια πράγματα, ούτε κακία βαστάει, μόνο τραγανίζει τις φέτες του μάγερα. Οι άλλοι δυό φουμάρουμε, χωρίς όρεξη για κουβέντες, να συλλογιόμαστε αυτό το άσκημο που γίνηκε πιο νωρίς και όσα χειρότερα μέλλει να γίνουν, από αύριο, αφού κάποιος το μούντζωσε το πλοίο, δεν μπορεί.
Σε κάθε ταξίδι, όλο και κάτι συμβαίνει, ιστορίες γλυκόπικρες, για να ΄χουμε μετά να λέμε, σαν με το καλό περάσουνε οι μήνες κι απολυθούμε και τα θυμόμαστε. Ετούτη τη φορά όμως, το πράγμα είναι σοβαρό, όσο δεν πάει. Λέω γι’ αυτό που έγινε το μεσημέρι, με τον Σλήμαν, το ναύτη του Οπλονομείου. Βότση δηλαδή τον λένε, Νίκο Βότση, αλλά όλοι τονε φωνάζουμε Σλήμαν, επειδή έχει σπουδάσει αρχαιολόγος. Του Πανεπιστημίου ο Σλήμαν, πώς διάβολο κατάληξε εδώ μέσα, δεν έχω ακόμα καταλάβει. Κανονικά, θα έπρεπε να ΄ναι σημαιοφόρος έφεδρος, να έχει βολευτεί στο Επιτελείο ή δεν ξέρω πού, πάντως κάπου καλά, στη στεριά. –Τι μου τον κουβαλήσανε στο βαπόρι τον αρχαιολόγο, να κάνει ανασκαφές στα διπύθμενα ; Ο Γαλάνης, που κόβει το μάτι του, λέει πως κάτι θα ‘χει κάνει παλιά ο Σλήμαν, σε τίποτα πολιτικά θα ΄χει μπλεχτεί και γι αυτό δεν τον κάνανε αξιωματικό, παρά μόνο τον ξαποστείλανε εδώ χάμω, δυσμενής μετάθεσις, που λένε. Δεν ξέρω. Πάντως, αν αφήσεις κατά μέρος που όλο διαβάζει κάτι βιβλία μυστήρια, με αρχαίους Πλάτωνες και τέτοια, είναι καλό παιδί ο Σλήμαν, πράο, ψυχοπονιάρικο και καταδεχτικό.
Τώρα τον έχουνε μπροστά τον Σλήμαν, στο καρρέ αξιωματικών και τον ανακρίνουνε, «πώς» και «γιατί». Αυτά γινήκανε όλα πολύ γρήγορα. Το μεσημέρι πέρασε σήμα από τον Στόλο, συλληφθεί/τεθεί υπό κράτηση δίοπος/διαχειριστής Βότσης Νικόλαος. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Κλείσανε την πόρτα στο Οπλονομείο, φωνές, κακό «ρεζίλεψες το καράβι, αλητάμπουρα, μπορσεβίκο, πήξα, δείξα», μετά ανοίξανε και βγάλανε τον Σλήμαν, αναψοκοκκινισμένο από τις καρπαζιές που θα έφαγε ο μαύρος από τον Οπλονόμο και τον πήγανε μπροστά, για δεύτερο γύρο. -Τί συνέβη ρε παιδιά ; Από δω, από κει, μάθαμε μέσες άκρες τί είχε κάνει το παλιόπαιδο. Έκατσε, λέει, κι έγραψε ένα γράμμα αντεθνικό προς τον Πρωθυπουργό κι όχι μόνο αυτό, αλλά –άκουσον άκουσον- του το ταχυδρόμησε κιόλας, ο αθεόφοβος, όπου εκεί βέβαια το άνοιξαν και το διάβασανε οι γραμματείς και παρατρεχάμενοι του Καραμανλή, έφριξαν οι άνθρωποι -και με το δίκιο τους, εδώ που τα λέμε- και θα ειδοποίησαν αμέσως τους Κυπατζήδες και το Ναυτικό, για τα δέοντα. Βρε τον Σλήμαν, θα του σάλεψε καταπώς φαίνεται, από το πολύ το διάβασμα, δεν εξηγείται αλλιώς, να πάει να κάνει τέτοια αποκοτιά.
(συνεχίζεται, μιάν άλλην φορά, όταν θα 'χω κέφι)