
«Κομμώσεις Diana” ήταν το σημερινό συναπάντημά του. Φανταχτερό το μαγαζί ,με το μπαράκι του, το καφεδάκι του και την σχετική κονσομασιόν με κάτι περίεργες που γυρόφερναν ,δίχως να μπορείς να εντοπίσεις ποιές ακριβώς υπηρεσίες προσέφεραν.
«Ένα εσπρεσσάκι». Απέναντι μια λατέρνα απροσδιορίστου ηλικίας μελετούσε απορροφημένη την Espresso.Το μαλλί πιασμένο κότσο. Κάτι άσπρες γεροντίστικες τρίχες ξεπρόβαλλαν δειλά από τον ξανθά μπόγια-τισμένο βάτο. Κάποιες άλλες, πιο θρασείς και σκούρες, κορδώνονταν ξεδιάντροπα πάνω από τα άγαρμπα σοβατισμένα χείλια της .Συντροφιά τους είχαν κάτι ξεχασμένες ψηλόλιγνες που αγνάντευαν απ τις σπηλιές τού Μύτου.
Δεν κρατήθηκε. «Μήπως ξέρετε αν ξυρίζουν κιόλας?». Τον κοίταξε με το λάμπον όμμα τού βοός κι ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους εις ένδειξιν αγνοίας.
Παραδίπλα ένα θωρηκτό, συνομήλικη του Κολόμβου, κάτι έλυνε.. Κάποια στιγμή ακούμπησε το περιοδικό στο τραπεζάκι για ν' ανάψει τσιγάρο. Σουντόκου! Άλα της η τύπισσα!
-Δύσκολο;
-Σπαζοκεφαλιά. Το παράτησα.
-Να προσπαθήσω;
-Και δεν………..
Τα τετραγωνάκια γέμισαν εν ριπή οφθαλμού σαν να έλυνε ο Καραθοδωρή πρωτοβάθμια εξίσωση. Έκπληκτος ο θηλυκός Αβέρωφ ανεφώνησε:
-Πώς το κάνετε;
-Με το μυαλό!
Η σειρά του για κούρεμα συνέπεσε με την είσοδο μιάς τσίτσιδης ανδρικής κεφαλής. Φώτισε ο τόπος! «Έχει χιούμορ ο τύπος», σκέφτηκε.
Κατευθύνθηκε αγέρωχος στην καρέκλα τής ξώβυζης πισωκούνας. Το ραμμένο στο Μιλάνο μεταξωτό σακκάκι Ermenegildo Zegna αναπαύθηκε στην κρεμάστρα. Μετά δεκαπεντάλεπτη περίπου κοπή τα σημάδια τής κόπωσης διαγράφονταν έντονα στη μάπα της. Το πάτωμα σκέπαζε ένα παχύ στρώμα τρίχας μπουχάρα. Ο καθρέφτης συνέλαβε τον Γιούλ Μπρύνερ να δαγκώνει τα χείλια του.
Σβέρκος, φαβορίτες, πάπαλα. Λουσιματάκι, πιστολάκι, σένιος. Βαρβάτο φιλοδώρημα στο ξέκωλο. Με τον αέρα τού φραγκάτου.
Στην έξοδο κοντοστάθηκε.
-Χάρηκα, κυρίες μου! Μεγάλε, την χωρίστρα δεξιά! Σου πάει καλύτερα!
Ευτυχώς είχε ειδοποιήσει τον οδηγό τής Ρολλς να περιμένει με αναμμένη τη μηχανή.