Οι νοτιάδες φέρναν σύγνεφα εκείνο το χειμώνα, μα όχι το 'να πίσω από τ' άλλο. Άφηναν και ώρες, την κάθε μέρα, που ξαστέρωνε λιγάκι ο ουρανός. Αυτό γινόταν περί το δειλινό. Κι όταν ο ήλιος, όσο δεν παίρνει χρυσαφής, κάτι σα μέλι φωτεινό, ξεχυνόταν στο μικρό λιμάνι, στ' αργοσάλευτα καΐκια του, στις μπαταρισμένες βάρκες, στα δίχτυα των ψαράδων που στέγνωναν απλωμένα, στη θάλασσα που σιγανάσαινε, στους ανθρώπους που τριγυρνούσαν πέρα δώθε, άγνωστο γιατί. Περί τη νύχτα θα χάλαγε πάλι ο καιρός. Αυτό το καταλάβαινες από τους γλάρους που πετούσαν χαμηλά, έξυναν τη θάλασσα με τις φτερoύγες τους, κλαγγάζοντας κάποιαν ακατάληπτη ανησυχία. Και το όντις, σε λίγο έφταναν ξανά τα σύγνεφα, αβγατίζοντας πολύ το βραδινό σκοτάδι, έτσι που 'σφιγγε η ψυχή του ανθρώπου.
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι , με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί.
Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ’ ου κι ο καβγάς – «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
- Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
- Θέλω τσιγάρο.
- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους.
Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπό¬δια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.
Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...
Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα. Κοντός ήταν και κακοσούσουμος, αρκούντως γηραλέος, όχι καλοντυμένος ούτε καθαρός, μ' ένα μαντίλι ματωμένο γύρω στο κεφάλι - σίγουρα φρεσκοσπασμένο ήταν. Η μύτη του μάλιστα είχε μεγάλα χάλια, γδαρμένη, πρησμένη, σκεπασμένη κομμάτια αίμα πηχτό. Ή κουτρουβάλα είχε πάρει ο ερίφης*, ή ξύλο γερό είχε πέσει, μπερντάχι , με σύστημα, πάνω χέρι - κάτω χέρι, του αλατιού τον είχαν κανωμένο. Τώρα γινωμένος ήταν όταν τις έφαγε, ή τα κοπάνισε κατόπι, να πνίξει στο κρασί το μεράκι του καβγά; Αυτό δεν το ξέρουμε. Το βέβαιο είναι, λίαν σουρωμένος ήταν όταν μπήκε στο μαγαζί, κρατούσε μάλιστα στο χέρι κατιτίς τυλιγμένο σε χαρτί, φαγώσιμο πρέπει να ήταν. Προχώρησε, το λοιπόν, κατά τον μπεζαχτά, χαιρετώντας πολύ εγκάρδια τις δύο παρέες που βρίσκονταν την ώρα εκείνη στο μαγαζί.
Μα δεν πήρε αντιχαιρέτισμα, ένεκα που οι μεν -δυο μαντράχαλοι- ήσαν πολύ απασχολημένοι με τις κοπέλες τους και δεν είχαν καιρό για κουβέντες άχρηστες. Όσο για τους δε, αυτοί πίναν το κρασί τους λίαν βαρύθυμοι και σέρτικοι, είχαν φαίνεται τις στεναχώριες τους. Τι να κάνει λοιπόν, κι αυτός; Παράγγειλε ούζο καραφάκι, κι έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα, ένεκα που ο Θεός τον έκανε άνθρωπο κοινωνικό, πολύ συσχετικό, η μουγκαμάρα κι η περισυλλογή ποσώς* δεν του επήγαιναν. Είπε μάλιστα τη γνώμη του δυνατά, να την ακούσει όλος ο κόσμος:
- Όποιος δε μιλάει, πεθαμένος είναι και θάβουν τον!
Ακούμπησε το στράτσο στον μπεζαχτά κι άρχισε ν' αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη μοιρασιά, μήπως τυχόν και στάξει κόμπος στο 'να πιότερο από τ' άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανομή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν τα σωθικά του κι άρχισε μεγάλο λακριντί με το μαγαζάτορα. Ένεκα όμως που η παρέα μας βρισκόταν κάμποσο μακριά, δεν έδωσε κανείς μας προσοχή, εξάλλου είχαμε δικές μας κουβέντες να πούμε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησμονήσαμε κι αυτόν, και τα σπασμένα μούτρα του, και το στράτσο και το μεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή μας:
- Όχι, κύριος, δε θέλουμε το κέρασμά σου!
- Και γιατί, δηλαδής; Εγώ εκινήθην από την ευγενής πρόθεσις... Κόβε λόγια και στρι! Πολύ ψείρα μάς γίνηκες!
Η παρεξήγηση συνέβαινε με την άλλη παρέα που ο ερίφης θέλησε να την κεράσει, άγνωστο γιατί. Ίσως που το κρασί τον έκανε πολύ κοινωνικό, πρόθυμο να πιάσει σχέσεις εύκολες και γκαρδιακές με τον πάσα τυχών. Ίσως πάλι και να του γυάλισαν τα κορίτσια, ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Οι μαντράχαλοι όμως πήραν αλλιώς το πράμα, εξ’ ου κι ο καβγάς – «περικαλώ, κύριος!» και «με το μπαρδόν, δεν είσαστε εν τάξει εν πάση περιπτώσει!».
Ο ένας μάλιστα από τους δυο -άνθρωπος ευερέθιστος- σηκώθηκε μια στιγμή, κι είπε λόγια βαριά που προδίκαζαν χειροδικία. Τσίριξαν τα κορίτσια: «Mανόλη! Για τ' όνομα της Παναγιάς!», μπήκε στη μέση κι ο άλλος, ο πλέον ψύχραιμος, και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν. Ο ερίφης υποχώρησε κανονικά κατά τον μπεζαχτά, όπου τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα:
- Ήπιες το ούζο σου, Παναγιωτάκη; Πλέρωνε και στρίβε! Όχι ιστορίες στο μαγαζί μου!
Σαν ν' αποφάσισε να ησυχάσει ο Παναγιωτάκης, αλλά για να φύγει, ούτε λόγος! Ήθελε, σώνει και καλά, ν' ανοίξει την καρδιά του, να πει τον πόνο του, να μιλήσει με άνθρωπο. Κανείς να μην τον θέλει, κανείς να μην καταλαβαίνει, όλοι να τον διώχνουν - τι κακό πάλι αυτό!
Εξάλλου, ο άνθρωπος είχε πια τα πιο φιλειρηνικά αισθήματα. Ξεδίπλωσε το στράτσο, τράβηξε δυο χταποδάκια που ήταν μέσα, τα καμάρωσε κι εδήλωσε πως έχει κάθε δικαίωμα να τα μαγειρέψει και να τα φάει ποτίζοντάς τα με μπόλικον κράσο, ένεκα που το χταπόδι χωρίς ένα πρώτο κρασί δε μαγειρεύεται, και δίχως ένα δεύτερο δε χωνεύεται. Άρχισε, λοιπόν, μεγάλες συνεννοήσεις με το μαγαζάτορα, να του ψήσε ι τα χταπόδια, να τα φάει εδώ που βρίσκεται, δηλαδή να τα φάνε παρέα, ένεκα που η μοναξιά κι αυτός δεν συνταιριάζουν, ανέκαθεν ντερμπεντέρης άνθρωπος ήταν. Ο μαγαζάτορας όμως είχε μεγάλες αντιρρήσεις. Των αδυνάτων αδύνατο! Η φουβoύ ήταν πιασμένη με τις γόπες, κατόπι θα τηγάνιζε πατάτες, ύστερα θα έρχονταν η πελατεία και θα παράγγελνε της ώρας πράματα, συκωτάκια, μπαρμπουνάκια, σαγανάκια.
- Ό,τι άλλο, Παναγιωτάκη μου, αυτό όμως μη μου το ζητάς!
- Δεν έχω, δηλαδής, το δικαίωμα να φάω κι εγώ ένα μεζέ σαν άνθρωπος -να, τα χταποδάκια μου- και να πιω το κρασί μου, σα φιλήσυχος πολίτης;
- Δε γίνεται, Παναγιωτάκη μου! του είπε ο άλλος κoφτά. Να πας στην Ευταλία να στα μαγειρέψει. Κι άντε τσαμπούκ τσαμπούκ, άδειαζέ μου το μαγαζί κι έχω δουλειά! Πλακώνει πελατεία.
Ο ερίφης σώπασε, σα να είδε πως τίποτα δε γίνεται, πως έπρεπε να το πάρει απόφαση. Τύλιξε τα χταποδάκια στο στράτσο, τα έβαλε υπομάλης και τράβηξε κατά την πόρτα. Μα η αγανάχτηση τον έπνιξε. Γύρισε, το λοιπόν, κι άρχισε καινούρια δημηγορία:
- Στην Ευταλία... Άιντε συ να πεις στην Ευταλία να στα μαγειρέψει! Συ, που δεν είσαι άντρας της... Εγώ, δηλαδή, δεν έχω δικαίωμα να φάω ένα μεζέ, να πιω ένα κρασί;
Αργά κατάλαβε πως μιλούσε στα κούφια, ένεκα που ο μαγαζάτορας είχε αποτραβηχτεί στην κουζίνα. Σήκωσε, το λοιπόν, τους ώμους και τράβηξε πάλι κατά την πόρτα. Φαίνεται όμως πως δε βολούσε η ψυχή του να ξεκολλήσει εύκολ' απ' το μαγαζί. Περνώντας μπροστά στην παρέα μας κοντοστάθηκε. Ήθελε κουβέντα.
- Έχει τσιγάρο;
Απόκριση καμιά. Είδαμε τι κολλιτσίδα ήταν, αν του μιλούσαμε ξεκολλημό δε θα 'χε. Αυτός όμως εκεί!
- Θέλω τσιγάρο.
- Δεν έχει! του λέει ο Αγλέουρας.
- Πώς δεν έχει, αφού καπνίζετε!
Ήταν κι αναιδής.
- Άιντε στο καλό! του λέει ο υποπλοίαρχος, κι άσε μας ήσυχους.
Ακούς;
Αυτό δεν του άρεσε του φίλου. Πήρε αμέσως ύφος κουτσαβάκικο, προκλητικό, μπεχλιβάνικο. Κι αμόλησε την πρόστυχη κουβέντα:
- Επειδή, δηλαδής, έχεις δυόμισι γαλόνια στο μανίκι, μας κάνεις και τον κάργα;
Ο υποπλοίαρχος χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Μα ο Αγλέουρας σηκώθηκε, άρπαξε τον Παναγιωτάκη από τις πλάτες και απλά, αυστηρά, θετικά τον έβγαλ' έξω από το μαγαζί. Τον έβγαλε, δεν τον πέταξε. Όλα γίνηκαν μ' ευγένεια και κατανόηση, ως αρμόζει να φέρεται κανείς σ' έναν μεθυσμένο, έναν ακαταλόγιστο. Κι αυτός δεν έφερε καμιάν αντίσταση, ψοφοδεής* ήταν, μόνο λόγια και τίποτες άλλο. Ανθρωπάκος, που το κρασί τον εχτυπούσε παράξενα, τον έκανε να λέει μπούρδες δίχως να συλλογιστεί.
Ο Αγλέουρας εγύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Κέφι δεν είχαμ' εξαρχής, τώρα το λίγο που είχε απομείνει ξανεμίστηκε κι αυτό. Δεν ήταν να 'ρθει κι αυτό τ' αυτοκίνητο, να πάμε στις δουλειές μας! Η νύχτα είχε πέσει πια, ήρθαν πάλι τα σύγνεφα, μαύρισε ο ουρανός διπλό σκοτάδι, το ίδιο κι η θάλασσα. Μόλις έβλεπες τα κατάρτια των καϊκιών ν' αργοσαλεύουν πέρα δώθε πάνω στο μουντό στερέωμα, σα μετρονόμια που κράταγαν στον άνεμο το ρυθμό των νερών. Πρέπει και να ψιλόβρεχε, εμείς δεν το βλέπαμε, έτσι στο βάθος που καθόμαστε. Μα έρχονταν από το πέλαγο οσμή υγρού νοτιά, μύριζε και το χώμα, μουλιασμένο ως ήταν.
Και να, δεν πέρασαν ούτε τρία λεφτά, και ξαναπαρουσιάστηκε στην πόρτα. Έκανε να μπει πάλι στο μαγαζί, ένεκα που είχε μεθύσι πεισματάρικο, επίμονο, τίποτα δεν τον έκανε ν' αλλάξει το κέφι του. Μεμιάς όμως όλοι σηκωθήκαμε, η παρέα μας, η άλλη παρέα, ο μαγαζάτορας:
- Πάλι εδώ είσαι; Έξω! Έξω! Φεύγ' από δω! Πήγαινε στο σπίτι σου! Μπεκρούλιακα! Προστυχόμουτρο! Κολλιτσίδα! Ψείρα! Ψείρα!
Αυτό γίνηκε τίμια κι αυθόρμητα, μας είχε φέρει ως εδώ, ο αλιτήριος! Όσο εμείς ξαφνιαστήκαμε από το φέρσιμό μας, άλλο τόσο κι αυτός. Η κατακραυγή χίμηξε απάνω του, τόνε βάρεσε στο στήθος, τον σταμάτησε, τον πισωπλάτισε. Απόμεινε ασάλευτος, κρατώντας τα τυλιγμένα χταπό¬δια στο χέρι το ζερβί, κι έριξε ματιά γεμάτη δέος ολοτρόγυρα. Πρέπει τα μούτρα μας να ήσαν τόσο άγρια, που φοβήθηκε.
- Καλά... μουρμούρισε... Καλά! Θα φύγω... Αφού δε με θέλετε... Μα πού να πάω; Πού; Στην Ευταλία; Ένας λόγος είναι αυτός. Ούτε κι αυτή με θέλει, όπως κι εσείς. Κανείς! Κανείς... Τον έπιασε κάτι σαν παράπονο, κι άπλωσε το χέρι όπου κρατούσε τα χταπόδια:
- Να! Αυτά τα χταπόδια. Στη χόβολη... Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος...
Μας κοίταγε και πρόσμενε κατανόηση, σαν άνθρωπος από τους ανθρώπους. Μα μόνο φάτσες παγωμένες αντίκρισε, μάτια γεμάτα σκληράδα και κακία. Κακία ανθρώπινη.
Τότε, κατάλαβε. Κάτι σαν αποκαρδίωση τον έπιασε, όλα έσπασαν εντός του. Έπεσε αδύναμο το χέρι που κρατούσε τα δυο χταπόδια στο στράτσο το χαρτί, μάταιη προσφορά στην κατανόηση των ανθρώπων.
Πήρε αργή στροφή, βγήκε πάλι από το μαγαζί, έπεσε βαρύς στο σκαλοπάτι κι απόμεινε ασάλευτος, με το τσακισμένο του κεφάλι μες στις δυο παλάμες. Δεν εμίλησε πια, τίποτα δεν είπε, μα έσμιξε την ψυχή του με τη νύχτα του νοτιά, τη σκέπασε με σύγνεφα, την τύλιξε με πνοές όστριας χειμωνιάτικης. Όσο για μας, ξανασκύψαμε στα ποτήρια, στις εφημερίδες, στις κουβέντες μας, μην καταλαβαίνοντας, μη θέλοντας να καταλάβουμε. Πέρασε έτσι ώρα αρκετή, ίσως και δέκα λεφτά, ίσως και τέταρτο ολόκληρο. Κι όταν ανασήκωσα τα μάτια και κοίταξα την πόρτα, εκεί που είχε καθίσει δεν τον είδα πια. Είχε φύγει, τράβηξε μέσα στη νύχτα, ποιος ξέρει για πού, να μαγειρέψει τα χταπόδια του, να πιει ένα κρασί, σαν άνθρωπος. Σαν άνθρωπος, ακριβώς...
Πόσοι σαν τον Παναγιωτάκη μένουν αποδιωγμένοι από τον κοινωνικό περίγυρο! Κι είναι όλοι τους άνθρωποι με καλή κι αγαθή καρδιά που ίσως να μην έχει θέση στον κόσμο των πονηρεμένων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια άλλη μία φορά, απολαυστικότατος ο Μίτια!
Έγινες Καραγατσική! Βρήκα κάτι καλό. Φιλολογική κόντρα τού Καραγάτση. Καλά, ο τύπος έριχνε κάτι μπινελίκια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν έχεις κάτι σχετικό με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε στα μπινελίκια, κατάθεσέ το, θα έχει πολύ ενδιαφέρον, πιστεύω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε δυο λόγια η ιστορία έχει ως εξής: ο Μ. Καραγάτσης δημοσιεύει στο περιοδικό ένα διήγημα στο οποίο περιλαμβάνει κι έναν εξορκισμό. Από παραδρομή, αποδίδει το κείμενο του εξορκισμού στον «εκκλησιαστή». Ο Κώστας Φριλίγγος, εβραϊστής δεινός, που κατά σύμπτωση πριν από λίγους μήνες είχε παρουσιάσει από το ίδιο περιοδικό μια μετάφραση του βιβλικού Εκκλησιαστή, επισημαίνει την αβλεψία. Ο Καραγάτσης αντιδρά με ειρωνική επίθεση στον Φριλίγγο.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Φίλε κ. Διευθυντά,
«Διάβασα μ’ εξαιρετική προσοχή, ή καλύτερα μελέτησα από πολλές πλευρές το γράμμα του κ. Φριλίγγου. Θα μπορούσα να δικαιολογηθώ, ότι, γράφοντας «εκκλησιαστή» δεν εννοούσα τον εκκλησιαστή του κ. Φριλίγγου, μα τον εκκλησιαστικό συγγραφέα που έγραψε τον ξορκισμό. Lapsus mani ή κιόλας lapsus memoriae... Τίποτα το σοβαρό, λαθάκι τυπικό, μικρό, που κατανοήθηκε από τους με αντίληψη ανθρώπους, και πέρασε απαρατήρητο. Τέτοιαν αξίωση δεν έχω, βέβαια, από τον κ. Φριλίγγο.
Θα μπορούσα, όπως είπα, να δικαιολογηθώ. Μα δεν το κάνω. Γιατί βαριέμαι. Γιατί είναι ανιαρό να παριστάνω τον κατηγορούμενο για ψύλλου πήδημα μπροστά σε αυτόκλητους και μη σοβαρούς εισαγγελείς. Παραδέχουμαι λοιπόν, ότι ο «εκκλησιαστής» μου είναι μαργαρίτης, δείγμα αμορφωσιάς κι αγραμματοσύνης μου. Έτσι, ο λίαν περί τα κοντάκια μορφωμένος κ. Φριλίγγος, θα έχει την ικανοποίηση πως μ’ εξευτέλισε.
Οπωσδήποτε ευχαριστώ θερμότατα τον κ. Φριλίγγο γιατί με την ανεκδιήγητα σχολαστική παρέμβασή του μου ’δωσε θέμα για ένα διηγηματάκι.
Θα πάρω για κύριο πρόσωπο ένα βοτανολόγο, πολύ καλά μορφωμένο στον κλάδο τον, άνθρωπο όμως με περιορισμένη διανοητικότητα και στενή αντίληψη, που θαρρεί πως όλος ο κόσμος κλείνεται μέσα στα gnetales, τα cycadales, τα pandales, τα umbelliflorae, τα curcubitales κι άλλα παρόμοια κολοκυνθικά φυτά της συνομοταξίας του. Το μεγάλο έργο της ζωής του ήταν μια μελέτη «περί της οικογενείας των χεδροπών», βραβευμένη από την Εταιρία Φυσικών Επιστημών Κυνουρίας.
Μια μέρα έτυχε να διαβάσει σε κάποιο περιοδικό ένα διήγημα γνωστού πεζογράφου, για τον οποίο του είχαν πει καλά λόγια. Όταν έξαφνα τον πιάνει ιερό μένος. Κι είχε δίκιο ο άνθρωπος!… Ακούστε τι τρομακτικές ανακρίβειες έγραφε ο «γνωστός» πεζογράφος: Τα υγρά λιβάδια του κάμπου ήταν γεμάτα τριφύλλι με μεγάλο ανθό». Επιστημονικός πυρετός πιάνει τον βοτανολόγο. Κάθεται, λοιπόν και γράφει μακροσκελές γράμμα στο περιοδικό και εξηγεί πως το «τριφύλλιον» (trifolium) όπερ έχει ευμέγεθες άνθος είναι του είδους των λειμωνίων (ενός εκ των 290 ειδών τριφυλλίου) όπερ, όμως, μολονότι λειμώνιον ονομάζεται, φύεται μόνον εις ορεινάς περιοχάς και τόπους ξηρούς και ουχί εις πεδινάς υγράς εκτάσεις, ως γράφει ο αδαής περί την φυτολογίαν διηγηματογράφος...».
Ταχυδρομεί το γράμμα και περιμένει με ανυπομονησία το ερχόμενο Σάββατο ν’ αγοράσει το φύλλο του περιοδικού. Φτάνει η ποθητή μέρα και τι χαρά, το γράμμα του δημοσιεύτηκε στην τρίτη σελίδα!
Ακτινοβόλος από ευδαιμονία κραδαίνοντας το φύλλο του περιοδικού, ορμάει στο καφενείο όπου τον περιμένει η παρέα της πρέφας, ανήσυχη για την αργοπορία του. Αυτός, κάθεται στην τιμητική θέση κι εξηγεί στους φίλους του «πώς έβαλε εις την θέσιν του ένα αγράμματον λογοτέχνην, στηλιτεύσας αυτόν δημόσια». Κι οι απλοϊκοί θαμώνες τού καφενέ κουνάν με οικτιρμό τα κεφάλια τους επιδοκιμάζοντας και θαυμάζοντας τα λόγια και τις γνώσεις του βοτανολόγου. Όσο γι’ αυτόν, θριαμβεύει γεμάτος ευδαιμονία, γιατί θαρρεί πως έκανε κάτι πολύ-πολύ σπουδαίο!
Μόλις τελειώσω το παραπάνω διήγημα, που θα το αφιερώσω στον κ. Φριλίγγο, δεν θα παραλείψω να σας το στείλω. Κι ελπίζω πως θα μου κάνετε την τιμή να το δημοσιεύσετε. Θα μου πείτε πως το θέμα το εξάντλησε ο Φλωμπέρ στο Bouvard et Pécuchet, στο αριστουργηματικό αυτό αρχείο της «ανθρώπινης ανοησίας εν τη γνώσει». Οπωσδήποτε προτιμώ που είμαι αγράμματος Καραγάτσης κι όχι φωστήρας περί την ταλμουδική Φριλίγγος».
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
ου χαχα! Χειρότερος κι από μένα ήταν ο τύπος!
Με το γάντι! Κεντούσε ο άνθρωπος! Ο Φριλίγγος το κατάλαβε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλός κι ο Φριλίγγος. Τον περιποιήθηκε.......
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητά «Νεοελλ. Γράμματα»
ΑπάντησηΔιαγραφήΆναψε και κόρωσε βλέπω ο κ. Καραγάτσης στην απάντησή του για την ανακρίβεια, που του υπόδειξα, σχετικά με τον Εκκλησιαστή. Αν και μονάχα η περιφρόνηση θ’ άξιζε σε μια τέτοια ανάγωγη απάντηση, όμως είμαι υποχρεωμένος, χωρίς να κατέβω στο δικό του το επίπεδο και ν’ αναμετρηθώ μαζί του, να του τα πω τώρα λιγάκι, πιο ξεκάθαρα και πιο ανοιχτά. Για να καταλάβει, αφού δε μπόρεσε ως τώρα, πως η επέμβασή μου κι η παρατήρηση που του’ κανα δεν ήτανε ούτε για κανένα σπάνιο φυτό από κείνα που τόσο φιλάρεσκα αραδιάζει στη λατινική, ούτε για κανένα, βέβαια, κολεόπτερο. Παρά για όνομα και για κείμενο, προπάντων για κείμενο, και μνημείο λογοτεχνικό, πολύ σεβαστό και πασίγνωστο μέσα σ’ όλους τους σοβαρούς κύκλους της παγκόσμιας φιλολογίας. Κι ότι οι περίφημοι ξορκισμοί που παράθεσ’ εκείνος μέσα στο διήγημά του δεν είναι του Εκκλησιαστή, παρά είναι μια περικοπή γραμμένη αιώνες ύστερα από τη Βίβλο κι από τον Εκκλησιαστή, κι ολότελα άσχετη μ’ αυτόν, περικοπή, χωρίς καμιά λογοτεχνική αξία, η πιο κωμική κι η πιο χειρότερη που θα μπορούσε να ξεγελάσει και τον πιο ανίδεο, αλλά προσεχτικό, λογοτέχνη, ώστε να τον κάνει να την κολλήσει πλάι στ’ όνομα του Εκκλησιαστή και να μολύνει έτσι και να διασύρει το ποιητικώτερο βιβλίο μιας πολύ μεγάλης και αξιοπρόσεχτης φιλολογίας. Αυτό είναι το θέμα μας κι αυτού απόβλεπε η παρατήρησή μου. Κι αντίς σα λογοτέχνης με την πιο στοιχειώδη μόρφωση κι ανατροφή να κάνει μιαν εύσχημη υποχώρηση, βγήκε χωρίς συναίσθηση να ειρωνευτεί με την παθολογικά εγωιστική κι υπερβολικά μικρομέγαλη απάντησή του. Κι όσο δεν ήτανε θανάσιμο επιτέλους το λάθος του, όπως και δεν το χαρακτηρίσαμε ποτές τέτοιο, την ώρα που τα λάθη είναι για τον άνθρωπο, τόσο ήταν αχαραχτήριστος ο τρόπος που διάλεξε για να δικαιολογηθεί.
Για «ψύλλου πήδημα», λοιπόν, δεν ήταν διόλου, όπως λέει, η επέμβασή μου παρά ήταν, το ξανατονίζω, για βιβλίο που έχει πάρει τη σφραγίδα της αιώνιας ακμής κι επικαιρότητας που οι καιροί κι οι χρόνοι κι οι διάνοιες κι οι καρδιές μας και που το χάρηκαν δεν είχαν ανάγκη από τις δικές μας αμφίβολες γνώσεις και από τα μικρόχαρα γούστα μας. Από την ώρα που ένας λογοτέχνης βγαίνει επίσημα και μπερδεύει κείμενα κι ονόματα και θέματα που θίγει κι εξετάζει μέσα στο έργο του, από την ώρα εκείνη, ο λογοτέχνης αυτός είναι υπεύθυνος και στη λογοτεχνία και στο αναγνωστικό του κοινό, αν το σέβεται και δεν υποτιμά την αντίληψή του. Κι είτε το λάθος γίνεται σε κείμενα σημερινά, είτε σε κείμενα και ονόματα του κλασσικού κύκλου, ή σε κείμενα του Βιβλικού που έχουν ειδικό περιεχόμενο και αποστολή, κείμενα εκκλησιαστικά και λειτουργικά ή και τροπάρια και κοντάκια, κι απολυτίκια ακόμα, αυτό δεν έχει καμμιά ουσιαστική σημασία, ούτε μπορεί, για το λογοτέχνη που έχει σοβαρή συναίσθηση της αποστολής του, ν’ αποτελέσει πρόφαση και δικαιολογία. Μονάχα μια περιορισμένη και μικρή διανόηση μπορεί να ξεπέσει σ’ αυτό. Γιατί μέσα σ’ όλ’ αυτά έχει σελίδες και κείμενα που όποιο κι αν είναι το θέμα τους και η αποστολή τους, στέκουν απάνου απ’ όλες τις εποχές κι απάνου απ’ όλες τις Γραμματολογίες. Όλ’ αυτά είναι να κάνουν το νέο διηγηματογράφο ν’ αναγνωρίσει ειλικρινά και να ομολογήσει το λάθος του και να το διορθώσει, χωρίς εξυπνάδες και υπεκφυγές, όχι πια για μένα, παρά για τη λογοτεχνία και τα γράμματα που δουλεύει και υπηρετεί και να μη δίνει αφορμή να πιστεύεται πως σ’ εμάς μονάχα η λογοτεχνία είναι μια ασύδοτη κι ανεξέλεγχτη δουλειά και μια ξέφραγη μάντρα, όπου κανείς μπαίνει χωρίς να’ χει δώσει σε κανέναν λογαριασμό κι αλωνίζει κατά το κέφι του. Το ταλέντο και το πιο πηγαίο ακόμα έχει υποχρεώσεις αφάνταστες σήμερα και μοναχό του πια δεν μπορεί όλα να τα σηκώσει. Ο κόσμος γέμισε και βάρυνε. Και πρέπει κανείς να σφίξει καλά τα κότσια του, για να τα σηκώσει όλα του κόσμου στο ταλέντο του απάνου.
Αν δεν είναι λάθος ν’ αλλάζει κανείς και να μπερδεύει ονόματα και κείμενα σαν του Εκκλησιαστή, του Ιώβ, του Δαβίδ, του Ιερεμία, και του Ιεζεκιήλ, ονόματα που δεν τα παίρνομε από τη Γραμματολογία των αγρίων παρά από μια φιλολογία και ποίηση, που με τ’ Αλεξαντρινά τα γράμματα και την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοιντα και το Χριστιανισμό ύστερα, γένηκε σχεδόν δική μας, τότες δεν ξαίρω γιατί είναι λάθος θανάσιμο μονάχα, αν ένας λογοτέχνης βάλει άξαφνα στο στόμα του Αριστοφάνη τα λόγια του Φιάκα, ή στο στόμα του Αμλέτου, την ώρα που βλέπει το φάντασμα του πατέρα του, βάλει τα λόγια των προκομένων τούτων εξορκισμών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά ο κ. Καραγάτσης φαίνεται πως είναι υπερβολικά αράθυμο παιδί και μολονότι πάτησε, όπως μαθαίνω, γιατί δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τα τριάντα πέντε, ακόμα δεν μπόρεσε να τα καταλάβει αυτά τα πράματα. Τα διάφορα «lapsus mani» (lapsus manus, παρακαλώ. Το manus κάνει και στη γενική manus κι όχι mani, γιατί είναι της Α’ κι όχι της Β’ λατινικής κλίσης) κι όλες οι Βοτανολογικές και Φλωμπαίρειες γαλλικούρες δε σωτηρεύουν σε τέτοιες ώρες. «Μπορούσε όμως», λέει, «σαν ήθελε να πει πως γράφοντας εκκλησιαστή δεν εννοούσε το δικό μου», δηλαδή το Βιβλικό, γιατί εγώ δικό μου δεν έχω, «παρά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα που ’γραψε τον ξορκισμό». Να λογική, να μάλαμα! Μπράβο! Και θα μπορούσε, λέει, «να δικαιολογηθεί μα δεν το κάνει γιατί βαριέται». Δόξα σοι ο Θεός, που βαριέται. Μα κι αν δε βαριότανε, ας το μάθει πως άμα ένας άνθρωπος διαβάζει εκκλησιαστή, εννοεί τον Εκκλησιαστή και κανέναν άλλον. Εννοεί το Βιβλικό αριστούργημα που αναφέραμε πριν, το βιβλίο της ματαιότητας με το αλησμόνητο και πασίγνωστο εκείνο τσάκισμα «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Κανέναν εκκλησιαστικό συγγραφέα και πολύ περισσότερο, συγγραφέα εξορκισμών, δεν τον είπεν ο διανοούμενος κόσμος κι η Ιστορία της Φιλολογίας εκκλησιαστή. Όσο τώρα για τα «κοντάκια» και την «Ταλμουδική» σοφία, δεν αξίζει ούτε λέξη να του πω. Γιατί δεν έχω όρεξη ν’ αρχίζω μαζί του από το άλφα. Τον αφίνω και στο αναμεταξύ ας καταγίνει στο Βοτανολογικό του διήγημα, αφού άλλο καταφύγιο δεν του απόμεινε κι ας μένει, αφού το προτιμά, όπως ο ίδιος το λέει και το παραδέχεται «ένας αμόρφωτος κι αγράμματος Καραγάτσης» κλπ.
Με πολλή αγάπη
ΚΩΣΤΑΣ ΦΡΙΛΙΓΓΟΣ
Αθήνα 17-12-39
Την πάτησε ο Καραγάτσης! Τα 'βαλε με γιατρό και μάλιστα νομάρχη τού ΕΑΜ!
ΑπάντησηΔιαγραφή